ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ γεννήθηκαν στις 21/05/2014

318 δημοσιευμένα παραμύθια και συνεχίζουμε! 😊

ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΟΥ ΓΛΥΚΙΑ

Μανούλα μου, μανούλα,

μοιάζεις με πεταλούδα!

ΟΙ ΑΓΚΑΛΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ ΛΑΜΠΟΥΝ ΣΑΝ ΑΣΤΕΡΙΑ

Μακριά, σε έναν τόπο όπου τα δέντρα χόρευαν με τον άνεμο και τα λουλούδια τραγουδούσαν με τις ακτίνες του ήλιου, ζούσαν μία μαμά κι ένα κοριτσάκι, η Μαρίνα. Η Μαρίνα είχε μάτια σαν σταγόνες πρωινής δροσιάς και μια καρδιά που χτυπούσε με το ρυθμό των ονείρων, και η μαμά της, η Αριάδνη, ήταν η πιο γλυκιά και φωτεινή ψυχή σε όλο τον κόσμο.

ΤΟ ΠΙΟ ΦΩΤΕΙΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΜΑ

Σε μια άκρη του κόσμου, ανάμεσα σε λιβάδια γεμάτα ανεμώνες και λόφους που μιλούσαν στον άνεμο, ζούσε ένα μικρό αγόρι που το έλεγαν Τζίμη. Κάθε πρωί ξυπνούσε με τον ήλιο στο πρόσωπο και το πρώτο πράγμα που άκουγε ήταν το κελάηδισμα των πουλιών και η φωνή της μαμάς του, γλυκιά και τραγουδιστή:

ΤΟ ΠΕΤΡΟΚΑΡΑΒΟ


Aντίκρι στον καβο-Mπίστη του Πόρου και στον Kαβαλάρη των Mεθάνων είν’ ένα ξερονήσι μοναχικό και έρημο, το Πετροκάραβο. Aυτό, έναν καιρό, ήταν μία από τις μεγαλύτερες μπρατσέρες του κόσμου. 

Η ΜΑΓΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πόλη γεμάτη ζωντάνια και φασαρία, ζούσε ένα κορίτσι που δεν αγαπούσε καθόλου τους ήχους της. Η μικρή Σοφία ενοχλούνταν κάθε μέρα από τις κόρνες των αυτοκινήτων, τις φωνές στους δρόμους, τους ήχους των ταξί και τις σειρήνες. Όλα αυτά της φαίνονταν ένας ατελείωτος θόρυβος που δεν σταματούσε ποτέ.

Ο ΗΛΙΟΣ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ


Ήταν κάποτε μια αυγή σαν όλες τις άλλες ή έτσι φαινόταν. Ο Ήλιος, λαμπερός και περήφανος, ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, σκορπώντας τη ζεστασιά του σαν χάδι πάνω στη γη. Τα πουλιά τραγούδησαν για να τον καλωσορίσουν, τα λουλούδια άνοιξαν τις καρδιές τους και τα ζώα αναστέναξαν με ευγνωμοσύνη. Όλα ζούσαν μέσα από το φως του.

Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΛΟΥΛΟΥΔΙΟΥ

Στην καρδιά του Απρίλη, όταν η άνοιξη ξεκινούσε να ζωγραφίζει τον κόσμο με χρώματα και αρώματα, η μικρή Αριάδνη, με τα μάτια γεμάτα περιέργεια, έβγαινε κάθε πρωί στον κήπο της, αναζητώντας τα πιο όμορφα λουλούδια μιας και της άρεσε να πλέκει λουλουδένια στεφάνια. Όμως, εκείνη τη χρονιά, κάτι διαφορετικό φαινόταν να την περιμένει.

Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Σε μια μακρινή κοιλάδα, γεμάτη με μυρωδιές λουλουδιών και γαλήνη, ζούσε μια μικρή πεταλούδα που λεγόταν Λουσία. Ήταν διαφορετική από τις άλλες πεταλούδες, γιατί δεν είχε τα φωτεινά χρώματα που συνήθως είχαν οι φίλες της. Η Λουσία ήταν μια πεταλούδα με φτερά γκρι και μαύρα, σαν τη νύχτα, και δεν ένιωθε ποτέ πραγματικά όμορφη.

Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΙΡΙΔΑΣ

Κανείς δεν ήξερε πότε ακριβώς έπεσε το πεφταστέρι. Άλλοι είπαν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όταν η θάλασσα ήταν ακόμα γυαλί και τα φώτα της πόλης έμοιαζαν με αναστεναγμούς στον ορίζοντα. Μόνο η μικρή Ιρίδα το είδε να πέφτει. Ήταν ξυπόλητη στο μπαλκόνι, με μια ευχή έτοιμη στο στόμα και μια καρδιά που ήθελε απαντήσεις...

Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΝΘΙΣΜΕΝΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ


Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα όπου τα σύννεφα έσταζαν ροδοπέταλα κι ο ήλιος έλαμπε σαν χρυσό φιλί, υπήρχε ένα βασίλειο που λεγόταν Ανθολάνδη.

Εκεί ζούσε η Πριγκίπισσα Ελιάνα, μια μικρή κοπέλα με μαλλιά σαν το φως της αυγής και μάτια στο χρώμα της λεβάντας. Η καρδιά της ήταν τόσο γεμάτη αγάπη, που όπου κι αν περπατούσε, φύτρωναν λουλούδια. Ναι, αληθινά λουλούδια! Τριαντάφυλλα, πασχαλιές, μαργαρίτες, ακόμα και σπάνια γαλάζια κρίνα!

Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ

Στο βάθος ενός δάσους που δεν περπατιέται με βήματα, αλλά με αναμνήσεις, υπήρχε κάποτε ένας τόπος που τον έλεγαν Αιωνόφωτο. Το φως εκεί δεν έμοιαζε με του ήλιου, ούτε με του φεγγαριού. Ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν ένα φως που γεννιόταν μέσα από τις ρίζες, τις αναπνοές, τα μυστικά των φύλλων και τις ιστορίες που ψιθύριζαν οι πεταλούδες μεταξύ τους, όταν δεν τις έβλεπε κανείς.

ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ

Ο Ίκαρος είχε μάτια γεμάτα περιέργεια. Ήθελε πάντα να ανακαλύπτει. Έτσι, ένα απόγευμα, όταν η βροχή ψιχάλιζε στις στέγες και οι σταγόνες χτυπούσαν ρυθμικά τα τζάμια, αποφάσισε να ανέβει στο πατάρι του παλιού σπιτιού του παππού του.

ΟΙ ΔΥΟ ΧΕΛΩΝΕΣ ΚΑΙ Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ


(μια θαλασσινή ιστορία γεμάτη φως)

Κάποτε, μακριά από τις στεριές που γνωρίζουμε, κάτω απ’ τον ασημένιο βυθό, ζούσαν δύο θαλάσσιες χελώνες με ψυχές γεμάτες τραγούδι. Ο ένας λεγόταν Μορέας και τα μάτια του έλαμπαν σαν νυχτερινός ουρανός πάνω από ήρεμα νερά. Η άλλη ήταν η μικρή του αδερφή, η Μήλη, τρυφερή και γενναία σαν πρώτη σταγόνα βροχής μετά το καλοκαίρι.

Η ΝΕΦΕΛΗ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗΛΗ ΟΜΙΧΛΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Η Νεφέλη κοιμόταν ήρεμα, αλλά τα όνειρά της ήταν γεμάτα θολές εικόνες και ήχους από έναν κόσμο που φαινόταν να έχει ξεχάσει τη μαγεία του. Η άνοιξη, το αγαπημένο της κομμάτι του κόσμου, είχε παγώσει, και το μικρό κορίτσι αισθανόταν την απουσία της σαν ένα βάρος στην καρδιά της. Τα λουλούδια, που συνήθως γέμιζαν τον αέρα με αρώματα, είχαν μαραθεί και οι πεταλούδες που τόσο αγαπούσε δεν πετούσαν πια.

Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ

Σε μια εποχή όπου το χιόνι σκέπαζε κάθε γωνιά της γης, υπήρχε μια νεράιδα που ζούσε στις κορυφές των βουνών, εκεί όπου ο άνεμος έφερνε σιωπή και το κρύο πάγωνε την καρδιά του κόσμου. Η νεράιδα είχε το χάρισμα να ελέγχει το χιόνι, αλλά το πιο σπάνιο χάρισμά της ήταν η ικανότητα να διαβάζει τις καρδιές των ανθρώπων - τον πόνο, την ελπίδα, την αγάπη και τη λύπη.

Η ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΗ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΕΜΕΝΟΥ ΛΟΥΛΟΥΔΙΟΥ

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα βασίλειο που απλωνόταν πίσω από μυστηριώδη βουνά και μαγεμένα δάση, ζούσε μια μικρή πριγκίπισσα με το όνομα Ελέρια. Η Ελέρια ήταν μια από τις πιο όμορφες και ταυτόχρονα πιο μοναχικές υπάρξεις του βασιλείου. Η καρδιά της ήταν φτιαγμένη από κρύσταλλο, τόσο λαμπερό και διάφανο, που όταν γελούσε, ο ήλιος το έλουζε με τις χρυσές του ακτίνες, κάνοντάς το να λάμπει σαν αστέρι. 

Η ΡΟΖΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΑΥΓΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Μια φορά κι έναν καιρό, πέρα απ’ τους λόφους και τα σύνορα της φαντασίας, σε ένα λιβάδι που μοσχοβολούσε ευτυχία, ζούσε ένα μικρό κουνέλι με το όνομα Ροζαλία.

ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ


Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες*, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθῇ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ, ἀλλ᾽ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον* καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.

Ο ΑΛΙΒΑΝΙΣΤΟΣ


Ἀφοῦ ἐβάδισαν ἐπί τινα ὥραν, ἀνὰ τὴν βαθεῖαν σύνδενδρον κοιλάδα, ἡ θεια-Μολώτα, κ᾽ ἡ Φωλιὼ τῆς Πέρδικας, κ᾽ ἡ Ἀφέντρα τῆς Σταματηρίζαινας, τέλος ἔφθασαν εἰς τὸ Δασκαλειό. Αἱ τελευταῖαι ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ἐχρύσωναν ἀκόμη τὰς δύο ράχεις, ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κοιλάδος. 

Η ΑΚΛΗΡΗ


Βέβαια, ἡ τύχη της τὸ εἶχε κοντὰ εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα βάσανά της, νὰ εὑρεθῇ καὶ τὸ σπίτι της αὐτό, ὅπου ἐκατοικοῦσεν, εἰς μέρος τόσον παράμερον, καὶ τόσον ξανοιχτὸν συνάμα· σιμὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, κατέναντι εἰς μικρὰν πλατεῖαν, καὶ ἀνάμεσα εἰς δύο ἐργαστήρια, τὸ ἓν σιδηρουργεῖον, τὸ ἄλλο βαρελάδικον. Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ διάφορα μέρη ἦσαν ὡς κυψέλαι, ὡς σφηκοφωλεαί, ὅπου ἐμαζώνοντο καθημερινῶς ὅλες «οἱ κλῆρες»* τῆς γειτονιᾶς καὶ τοῦ χωρίου, κ᾿ ἐθορυβοῦσαν, κ᾿ ἐχαλνοῦσαν τὸν κόσμον.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ


Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδέ ποτε καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου. Τὴν ἐκάλουν κοινῶς Σαραντανού, καὶ πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ ἐπίθετον τοῦτο τῇ ἀπεδόθη, διότι δῆθεν εἶχεν ἴσον μὲ σαράντα γυναικῶν νοῦν, ὅπερ δὲν ἐνομίζετο ὑπερβολή. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγον ὅτι ἡ λέξις ἐσχηματίσθη κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ Σαραντανοννού, ἤτοι νοννὰ μὲ σαράντα βαπτιστικούς.

Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ


― Θὰ πανδρευθῆτε, παιδιά, ἢ νὰ πανδρευτῶ;

Τοιαύτην τινὰ νουθεσίαν μετ᾽ ἀπειλῆς ἀπηύθυνεν ἐπανειλημμένως εἰς τοὺς δύο υἱούς του ὁ γερο-Σαράντος, πάρεδρος τοῦ ὡραίου καὶ μαγευτικοῦ χωρίου, γέρων ἑξηνταπέντε ἐτῶν, μὲ κόκκινα μάγουλα καὶ μὲ σιδηρᾶν ὑγείαν. 

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΣΙΧΛΟΓΕΝΗΣ


ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας βασιλιάς που είχε μια κόρη πεντάμορφη, αλλά τόσο ψηλομύτα και περήφανη που κανέναν άντρα δεν έβρισκε αρκετά καλό για να τον πάρει. Τους έδιωχνε όλους, τον έναν μετά τον άλλον και σαν να μην έφτανε αυτό, τους κορόιδευε κι από πάνω. Κάποτε λοιπόν ο βασιλιάς πατέρας της έστησε μεγάλη γιορτή και κάλεσε όλους τους άντρες της παντρειάς, κι από κοντά κι από μακριά. 

ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ


― Μάινα* κόντρα-φλόκο*! σβέλτα! Μάινα μπαμπαφίγκο*! Μάινα ὄξου-φλόκο! Μπρούλια* ράντα*! μπρούλια μαΐστρα*! μπρούλια τρίγκο*.

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ


- Δὲ μ᾿ λὲς Σαραφιανέ, τί κάνουν ἐκεῖνα τὰ μ᾿λάρια τ᾿ Γιάννη τ᾿ Ἀργαστιώτη;

Τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν ἀπηύθυνε περιοδικῶς ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος εἰς τὸν Σαραφιανόν, τὸν φαιδρὸν καὶ ἀνοικτόκαρδον καταστηματάρχην τοῦ ὡραίου, σχεδὸν ἐξοχικοῦ μαγαζιοῦ, τοῦ γερω-Θωμαδάκη. Ὁ γέρων ἦτο πατὴρ τοῦ Σαραφιανοῦ καὶ ὡς μαγαζὶ ἐχρησίμευεν ὅλον σχεδὸν τὸ ὑπόγειον τῆς εὐρυχώρου οἰκίας, συνεχομένης μὲ μέγα κῆπον καὶ αὐλήν, παρὰ τὴν ἐσχατιὰν τοῦ χωρίου, καὶ ἐχούσης πρὸ αὐτῆς μικρὰν πλατεῖαν μὲ δύο τεραστίας πλατυφύλλους μορέας.

ΣΤΗΝ ΑΓΙ-ΑΝΑΣΤΑΣΑ


Πέντε ἄνδρες εἶχον κατέλθει εἰς τὸ Πρυΐ, μίαν Κυριακὴν τοῦ Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1875, καὶ ἐκ τῶν πέντε τούτων οἱ τρεῖς ἦσαν ἀρχαιολόγοι μὲ δίοπτρα. Ἀλλ᾽ ἐκ τῶν τριῶν, ὁ πρῶτος ἀπεφαίνετο ὅτι τὸ σωζόμενον ἐκεῖ ἐρείπιον ἦτο ναὸς εἰδωλολατρικός, ὁ δεύτερος ἰσχυρίζετο ὅτι ἦτο χριστιανικὴ ἐκκλησία, ἂν δὲν ἦτο βαλανεῖον ρωμαϊκόν, καὶ ὁ τρίτος ἐπέμενεν ὅτι ἦτο, τὸ πολύ, ἀρχοντικὸν μέγαρον, ἤτοι πύργος βενετικός, ἐπικαλούμενος ὑπὲρ τῆς γνώμης του καὶ τὸ ὄνομα Πρυΐ, ὅπερ ἔλεγε σχηματισθὲν ἐκ τοῦ Πυργί, κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων. 

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



Μὲ εἶχε καλέσει ὁ γενναῖος φίλος μου, ὁ κὺρ Στέφανος Μ., εἰς τὴν οἰκίαν του τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, διὰ νὰ συμφάγωμεν τὴν ὥραν τοῦ προγεύματος περὶ τὰς δέκα, ἀπὸ συγκατάβασιν καὶ εὐσπλαγχνίαν, διὰ νὰ κάμω κ᾿ ἐγὼ μετὰ τόσα χρόνια... Πάσχα οἰκιακόν, ἔρημος καὶ ξένος στὰ ξένα. 

Η ΧΡΥΣΗ ΧΗΝΑ


Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας που είχε τρεις γιους. Τον μικρότερο τον έλεγαν Χαζούλη και και όλοι τον περιφρονούσαν και τον κορόιδευαν. Κάποια μέρα ο μεγαλύτερος γιος ήθελε να πάει στο δάσος για να κόψει ξύλα. Πριν ξεκινήσει η μητέρα του, του έδωσε μια ωραία αυγόπιτα και ένα μπουκάλι με κρασί για να μην πεινάσει και να μην διψάσει. Όταν έφτασε στο δάσος, συνάντησε ένα γέρικο γκρίζο ανθρωπάκι. Το ανθρωπάκι αφού του ευχήθηκε καλημέρα του είπε: «Δώσε μου ένα κομμάτι από την αυγόπιτά σου και άσε με να πιώ μία γουλιά από το κρασί σου καθώς είμαι πολύ πεινασμένος και διψασμένος!»

ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙ


Τάχα δὲν ἦτον οἰκοκυρὰ κι αὐτὴ στὸ σπίτι της καὶ στὴν αὐλήν της; Τάχα δὲν ἦτο κι αὐτή, ἕναν καιρόν, νέα μὲ ἀνατροφήν; Εἶχε μάθει γράμματα εἰς τὰ σχολεῖα. Εἶχε πάρει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ Ἀρσάκειον.

Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Κάποτε, σε έναν μυστηριώδη κόσμο γεμάτο φωτεινές δασικές εκτάσεις και μαγικές κοιλάδες, υπήρχε ένα δέντρο που όλοι το θεωρούσαν ξεχωριστό. Το έλεγαν Το Δέντρο της Υπομονής. Όχι επειδή ήταν το πιο ψηλό ή το πιο όμορφο, αλλά γιατί είχε μια μοναδική δύναμη. Κάθε του κλαδί, κάθε του φύλλο, κρυβόταν μια ιστορία για την υπομονή και την επιμονή.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΑΔΕΣ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Flag Counter