Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα όπου τα σύννεφα έσταζαν ροδοπέταλα κι ο ήλιος έλαμπε σαν χρυσό φιλί, υπήρχε ένα βασίλειο που λεγόταν Ανθολάνδη.
Εκεί ζούσε η Πριγκίπισσα Ελιάνα, μια μικρή κοπέλα με μαλλιά σαν το φως της αυγής και μάτια στο χρώμα της λεβάντας. Η καρδιά της ήταν τόσο γεμάτη αγάπη, που όπου κι αν περπατούσε, φύτρωναν λουλούδια. Ναι, αληθινά λουλούδια! Τριαντάφυλλα, πασχαλιές, μαργαρίτες, ακόμα και σπάνια γαλάζια κρίνα!
Όμως, στο βάθος του Δάσους των Ψιθύρων, κάτι περίεργο συνέβαινε. Τα λουλούδια εκεί είχαν αρχίσει να μαραίνονται. Ο δράκος Σίβερλον, που κάποτε φύλαγε τα Μαγικά Βότανα του Δάσους, είχε χάσει τη δύναμή του. Η καρδιά του είχε παγώσει, γιατί... είχε ξεχάσει πώς είναι να αγαπάς.
🤴👸🤴👸🤴👸🤴
Όταν το έμαθε η Πριγκίπισσα Ελιάνα, δεν φοβήθηκε καθόλου. Πήρε το μικρό της μονόκερο, τον Σπίθα, και ξεκίνησε για το Δάσος. Πριν φύγει, η σοφή κουκουβάγια της έδωσε ένα φτερό-κλειδί.
«Με αυτό,» της είπε, «θα ανοίξεις την Πύλη των Συναισθημάτων. Εκεί θα βρεις τη λύση.»
Στον δρόμο, συνάντησε τον Πρίγκιπα Άλκιο, έναν νεαρό που μιλούσε τη γλώσσα των λουλουδιών.
Εκείνος της είπε: «Θα σε βοηθήσω, Πριγκίπισσα. Μαζί μπορούμε να φέρουμε πίσω το φως.»
Και έτσι, μέσα από λίμνες που τραγουδούσαν γλυκιές μελωδίες από νεραϊδένιες χορδές, λόφους που γελούσαν με κάθε βήμα σαν να τους γαργαλούσαν τα σύννεφα, και αστέρια που έπεφταν απαλά σαν χρυσή βροχή από όνειρα και ελπίδες, οι δύο φίλοι έφτασαν μπροστά στην Πύλη.
🤴👸🤴👸🤴👸🤴
Η Πύλη των Συναισθημάτων δεν έμοιαζε με τίποτε που είχαν ξαναδεί. Ήταν φτιαγμένη από κρύσταλλο και φως, και στην επιφάνειά της χόρευαν εικόνες από αγκαλιές, δάκρυα χαράς, παιδικά γέλια και αγάπη που δεν λέγεται με λόγια, μόνο με καρδιές.
Η Πριγκίπισσα Ελιάνα στάθηκε μπροστά της και, με αναπνοή γεμάτη ευγνωμοσύνη, ακούμπησε απαλά το φτερό-κλειδί στην καρδιά της Πύλης.
Και τότε, η σιγή έσπασε.
Από το κέντρο της Πύλης ξεδιπλώθηκε μια καρδιά από καθαρό, λαμπερό φως. Όχι απλώς φως, μα το φως της ελπίδας, της θύμησης και της αγάπης. Ένα φως που δεν τύφλωνε, αλλά ζέσταινε το μέσα σου, σαν χάδι από άστρο.
Η καρδιά μεγάλωσε και άρχισε να αιωρείται μπροστά τους, αφήνοντας πίσω της ίχνη από ιριδίζουσες πεταλούδες, και αρώματα από λεμονανθούς και μέλι. Τότε γέμισε ο αέρας με ένα μουρμουρητό. Όχι ανθρώπινο, αλλά κάτι αρχαίο, κάτι που η φύση ψιθύριζε μόνο σε όσους είχαν καθαρή καρδιά.
Ξαφνικά, το φως από την καρδιά απλώθηκε σαν απαλό κύμα και άγγιξε το έδαφος. Τα βότσαλα στο μονοπάτι άρχισαν να λάμπουν σαν μικρά αστέρια, ενώ τα δέντρα του δάσους έσκυψαν ελαφρά, σαν να χαιρετούσαν την Ελιάνα και τον Άλκιο.
🤴👸🤴👸🤴👸🤴
Μέσα από τα φυλλώματα ακούστηκε ένας χαμηλός, μελωδικός ψίθυρος. Δεν ήταν φωνή όπως τη γνωρίζουμε, ήταν σαν το φύσημα του ανέμου, σαν τη μουσική που κάνει η βροχή όταν αγκαλιάζει τα λουλούδια. Ήταν η φωνή του ίδιου του δάσους.
«Είσαι έτοιμη, μικρή πριγκίπισσα;» ρώτησε η φωνή. Η Ελιάνα δεν μίλησε. Κούνησε απλώς το κεφάλι της, κρατώντας σφιχτά το χέρι του Άλκιου.
Τότε, μέσα από το φως, ξεπήδησε μια μορφή αόρατη αλλά ζωντανή, σαν νεφέλωμα από ροζ και χρυσό.
Ήταν η Φύλακας των Συναισθημάτων, μια αερική ύπαρξη που γεννιέται κάθε εκατό χρόνια, μόνο όταν κάποιος θυμηθεί την αξία της αγάπης.
Εκείνη άγγιξε το μέτωπο της Πριγκίπισσας και του Πρίγκιπα με τα δάχτυλα της που έμοιαζαν με φλόγες από πρωινό φως. Και τότε, οι καρδιές τους άκουσαν.
Άκουσαν το τραγούδι του δράκου όταν ακόμα ήταν χαρούμενος. Άκουσαν την πρώτη του ανάσα όταν γεννήθηκε απ’ το φως του φεγγαριού. Και άκουσαν... τη σιωπή της μοναξιάς του. Αυτή που είχε παγώσει τη γη και τα λουλούδια.
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της Ελιάνας. Έπεσε στη γη... και από εκεί φύτρωσε ένα λουλούδι που δεν είχε υπάρξει ποτέ ξανά. Τα πέταλά του ήταν διάφανα και μέσα τους καθρεφτιζόταν το φεγγάρι.
🤴👸🤴👸🤴👸🤴
Η Πύλη άνοιξε αθόρυβα, σαν να μην άνοιγε με μηχανισμό, αλλά με εμπιστοσύνη. Πέρασαν μέσα, και ήταν σαν να μπήκαν σε έναν άλλο κόσμο. Όχι σκοτεινό, ούτε τρομακτικό, αλλά γεμάτο σιωπή, σαν εκείνη που έρχεται όταν χιονίζει για πρώτη φορά.
Περπατούσαν πάνω σε ένα μονοπάτι από φωτεινά φύλλα, που άλλαζαν χρώμα σε κάθε τους βήμα, από το βαθύ μπλε της νύχτας, στο ροζ της αυγής και στο χρυσό του απογεύματος. Ο ουρανός ήταν γεμάτος υπέροχα και φωτεινά σύννεφα, που έμοιαζαν με ζώα: πεταλούδες, φάλαινες, ακόμα και ένα μεγάλο λιοντάρι από αστερόσκονη που τους παρακολουθούσε ήρεμα από ψηλά.
Ξαφνικά, μπροστά τους, υψώθηκε ένας μεγάλος θόλος από κρύσταλλο και κισσούς. Στην κορυφή του στεκόταν ο Δράκος Σίβερλον.
Ήταν πελώριος, αλλά δεν προκαλούσε φόβο. Είχε λέπια στο χρώμα της πράσινης άνοιξης, αλλά ξεθωριασμένα, και μάτια σαν λίμνες που είχαν μείνει πολύ καιρό ακίνητες. Δεν μιλούσε. Απλώς κοίταζε την Πριγκίπισσα και τον Πρίγκιπα, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι που είχε ξεχάσει εδώ και αιώνες.
Η Ελιάνα έκανε ένα βήμα μπροστά. Στο χέρι της κρατούσε το λουλούδι που είχε φυτρώσει από το δάκρυ της.
«Αυτό είναι για σένα,» του είπε απαλά. «Είναι φτιαγμένο από συναίσθημα. Από όσα θυμηθήκαμε μαζί.»
Ο Δράκος πλησίασε. Από τα ρουθούνια του δεν βγήκε φωτιά, αλλά άρωμα κανέλας και σμύρνας. Άγγιξε το λουλούδι με την άκρη του φτερού του. Και τότε…
…άρχισε να λάμπει ολόκληρος.
Τα λέπια του άρχισαν να αποκτούν ξανά χρώμα. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Και ολόκληρο το δάσος αναστέναξε σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο.
Ο Σίβερλον έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στην Ελιάνα και τον Άλκιο.
«Μου θυμίσατε πώς είναι να αγαπάς χωρίς να περιμένεις. Σας ευχαριστώ.»
🤴👸🤴👸🤴👸🤴
Τότε, τα βουνά άνοιξαν και από το βάθος ξεπήδησε ένα ποτάμι από λουλούδια και φως. Ήταν η καρδιά του δάσους που άνθιζε ξανά. Πάνω στα νερά του, ταξίδευαν χιλιάδες μικρές ιστορίες, που είχαν ξεχαστεί κι επέστρεφαν τώρα για να ειπωθούν.
Ο Δράκος τους πρόσφερε ένα τελευταίο δώρο: ένα φτερό από το φτερό του, που μπορούσε να μεταφέρει όποια επιθυμία ή ευχή γεννιόταν από αγνή καρδιά.
Και τότε… ήρθε η ώρα να γυρίσουν πίσω. Με το μαγικό φτερό στο χέρι και τις καρδιές τους γεμάτες από φως και αγάπη, η Ελιάνα και ο Άλκιος ξεκίνησαν τον δρόμο της επιστροφής.
Μα τώρα, το μονοπάτι δεν ήταν όπως πριν. Όλα τους αναγνώριζαν.
Τα δέντρα τούς έγερναν τα κλαδιά σαν να τους ευλογούν. Οι λίμνες έπαιζαν μουσική μονάχα για αυτούς. Τα αστέρια τούς έστρωναν γέφυρες από φως, για να περνούν από ουρανό σε ουρανό.
🤴👸🤴👸🤴👸🤴
Όταν έφτασαν στην Ανθολάνδη, δεν υπήρχε ούτε ένα μέρος που να μην είχε ανθίσει. Όπου πατούσαν, γεννιούνταν νέα λουλούδια: ονειρόφυλλα, χαμογελαδάκια, λουλουδόνεφα και φτερωτές παπαρούνες που ψιθύριζαν παραμύθια στα παιδιά.
Ο λαός τους βγήκε από τα σπίτια γεμάτος δάκρυα και γέλια. «Επιστρέψατε!» φώναξαν όλοι μαζί. Οι καμπάνες ήχησαν, αλλά όχι με μέταλλο – με τραγούδι που έβγαινε από τα λουλούδια.
Στο μεγάλο παλάτι, η βασίλισσα-μητέρα της Ελιάνας την περίμενε με μια κορώνα από φως και φύλλα.
«Δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο, κόρη μου,» της είπε. «Αυτό το ταξίδι σε έκανε αληθινή βασίλισσα της Καρδιάς.»
Ο Άλκιος στάθηκε δίπλα της. Δεν αντάλλαξαν υποσχέσεις, ούτε λόγια μεγάλα. Απλώς κοιτάχτηκαν και η ματιά τους γέμισε τον ουρανό με πυροτεχνήματα από ροδοπέταλα.
Το φτερό που τους χάρισε ο δράκος, η Ελιάνα το φύσηξε απαλά στον αέρα, κι ευχήθηκε:
«Όποτε ένα παιδί νιώθει μόνο του, ή θλιμμένο… να εμφανίζεται ένα λουλούδι δίπλα του. Να του θυμίζει πως η αγάπη δεν χάνεται ποτέ.»
Και έτσι έγινε.
Από εκείνη τη μέρα, όπου υπήρχε αγνή καρδιά, φύτρωνε ένα μικρό λουλούδι, ακόμη κι αν ήταν μέσα σε άσφαλτο, σε γλάστρα ή στην παλάμη κάποιου που προσευχόταν σιωπηλά.
Η Ανθολάνδη έγινε ο πιο ζωντανός τόπος του κόσμου. Όχι γιατί είχε τα πιο όμορφα λουλούδια, αλλά γιατί είχε τα πιο ζωντανά συναισθήματα.
Και η Ελιάνα;
Αχ, η Πριγκίπισσα της Ανθισμένης Καρδιάς...
…έζησε χιλιάδες ιστορίες, γέλασε με τις εποχές, και κάθε βράδυ, καθόταν στο μπαλκόνι του παλατιού της, και χάιδευε τα αστέρια, ψιθυρίζοντας:
«Όλα είναι δυνατά, αρκεί να αγαπάς.»
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
Συγγραφέας: Λυδία Φαντασία
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου