Στο βάθος ενός δάσους που δεν περπατιέται με βήματα, αλλά με αναμνήσεις, υπήρχε κάποτε ένας τόπος που τον έλεγαν Αιωνόφωτο. Το φως εκεί δεν έμοιαζε με του ήλιου, ούτε με του φεγγαριού. Ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν ένα φως που γεννιόταν μέσα από τις ρίζες, τις αναπνοές, τα μυστικά των φύλλων και τις ιστορίες που ψιθύριζαν οι πεταλούδες μεταξύ τους, όταν δεν τις έβλεπε κανείς.
Μέσα σε αυτό το δάσος, σε ένα ξέφωτο που λαμπύριζε ακόμα και με κλειστά μάτια, βρισκόταν μια μικρή νεράιδα. Ήταν κουλουριασμένη μέσα σε ένα φωτεινό κουκούλι, σχεδόν αόρατη, σαν φλόγα που φοβάται να καεί. Δεν ήξερε πόσο καιρό βρισκόταν εκεί. Μέρες; Χρόνια; Μπορεί να είχαν περάσει ολόκληροι χειμώνες, μα η ίδια είχε ξεχάσει και τον χρόνο και τον λόγο.
Το μόνο που ένιωθε, ήταν πως κάτι της έλειπε. Κι αυτό το κάτι… είχε όνομα. Αλλά εκείνη δεν το θυμόταν.
Το ξέφωτο όπου ξύπνησε η νεράιδα ήταν ντυμένο με σιωπή. Όχι τη σιωπή που πονά, αλλά εκείνη που μοιάζει με ανάσα του κόσμου πριν ξημερώσει. Τα φύλλα των δέντρων είχαν χρώμα ασημιού και ψιθύριζαν τραγούδια χωρίς λόγια. Λουλούδια με γυάλινα πέταλα άνοιγαν όταν τα κοιτούσες και έκλειναν μόλις έκρινες.
Κι εκείνη… απλώς καθόταν.
Δεν είχε φτερά. Ή μήπως τα είχε ξεχάσει κι αυτά;
🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️
Τότε φύσηξε ένας άνεμος. Όχι δυνατός, ούτε παγωμένος. Ήταν ένας άνεμος γεμάτος αναμνήσεις. Μύριζε φτερά, ζεστή σοκολάτα, παιδική φωνή. Πέρασε ανάμεσα στα δέντρα και γύρισε γύρω της, σαν να ήθελε να την αγκαλιάσει.
Και τότε, εμφανίστηκε εκείνος.
Ένας γέρος μάγος, με μανδύα στο χρώμα της νύχτας και γένια που έμοιαζαν να έχουν ριζώσει στο στήθος του. Τα μάτια του είχαν το χρώμα της βροχής που μόλις πέρασε. Και στον ώμο του καθόταν μια κουκουβάγια που μιλούσε... ανάποδα.
Ο μάγος την κοίταξε για λίγο σιωπηλός. Ύστερα, έγειρε ελαφρά το κεφάλι.
- Ξέχασες… ε;
Η νεράιδα δεν μίλησε. Μόνο τον κοίταξε με βλέμμα γεμάτο ερωτήσεις.
- Το όνομά σου. Το ‘χασες. Αλλά μην ανησυχείς… τα ονόματα δεν χάνονται. Κρύβονται. Κι αν έχεις καρδιά καθαρή και θέληση δυνατή, μπορείς να το ξαναβρείς.
Η κουκουβάγια έβγαλε έναν ήχο που θύμιζε ράγισμα καθρέφτη και είπε:
- Μαζί σου είναι το ήταν που θα γίνει.
Η νεράιδα δεν καταλάβαινε.
- Ποια είμαι; ρώτησε με φωνή τόσο απαλή που την άκουσε μόνο το φως.
Ο μάγος χαμογέλασε.
- Εσύ… είσαι εκείνη που θα φωτίσει τις σκιές της. Αλλά πρώτα, πρέπει να μπεις μέσα τους.
Κι από τον μανδύα του, έβγαλε ένα μικρό, διάφανο γυαλί. Έμοιαζε με σταγόνα από δάκρυ και της το έδωσε.
- Αυτός είναι καθρέφτης μνήμης. Όχι του προσώπου, αλλά του εαυτού του πλάσματος που τον κοιτά. Αν τολμήσεις να κοιτάξεις θα δεις μέσα του ό,τι έχεις ξεχάσει.
Και με αυτά τα λόγια… ο μάγος εξαφανίστηκε. Σαν αέρας που δεν τον κράτησε η γη.
🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️
Η νεράιδα έμεινε μόνη, κρατώντας τον καθρέφτη στο χέρι και τα πόδια της άγγιζαν τη γη, εκεί όπου το φως ξεκινούσε να θυμάται.
Στο βάθος, κάτι φώναξε χαμηλόφωνα το όνομά της. Μα δεν το άκουσε ακόμα.
Η νεράιδα κράτησε τον καθρέφτη με προσοχή, σαν να φοβόταν πως θα θρυμματιστεί από την ανάσα της. Η επιφάνειά του δεν έδειχνε τίποτα. Ούτε είδωλο, ούτε χρώμα, ούτε φως. Ήταν διάφανος… σχεδόν ανύπαρκτος. Και όμως, έκρυβε μέσα του μια πύλη.
Και όταν η Διώνη τόλμησε να κοιτάξει, ο κόσμος γύρω της διαλύθηκε.
Βρέθηκε ξαφνικά σε έναν αστερισμό από παλιά όνειρα. Το χώμα κάτω από τα πόδια της έλαμπε σαν στάχτη που τραγουδούσε. Τα δέντρα ψιθύριζαν με φωνές παιδιών. Και στον ουρανό… τρεις μορφές την περίμεναν.
Το Πρώτο Πλάσμα ήταν ένα ελάφι φτιαγμένο από καθρέφτες. Η φωνή του ήταν ψιθυριστή, σαν ανάμνηση.
- Εγώ είμαι η Αντανάκλαση. Θα σου δείξω αυτό που φοβάσαι να δεις.
Της έδειξε μια εικόνα: Η ίδια, μικρή, να κλαίει πίσω από ένα βράχο, γιατί τα άλλα νεραϊδάκια της είπαν πως το φως της είναι «αδύναμο». Πως δεν λάμπει «αρκετά». Και τότε, εκείνη… έκρυψε το φως της.
Το Δεύτερο Πλάσμα ήταν ένα πλάσμα χωρίς μορφή, μόνο από σκιές και άρωμα γιασεμιού.
- Εγώ είμαι η Μνήμη. Θα σου δείξω αυτό που προσπάθησες να ξεχάσεις.
Και τότε, εμφανίστηκε μια σκηνή: Η νεράιδα πάνω από ένα ρυάκι, να προσπαθεί να τραγουδήσει το τραγούδι της, μα να βγαίνει μόνο σιωπή. «Δεν είμαι σαν τις άλλες», ψιθύρισε τότε. Κι έτσι… αποφάσισε να μη δοκιμάσει ξανά.
Το Τρίτο Πλάσμα ήταν μικρό σαν σπόρος, κι όμως είχε φωνή σαν θύελλα.
- Εγώ είμαι η Επιλογή. Κάθε όνομα πρέπει να κερδηθεί. Μόνο αν διαλέξεις να φωτίσεις ακόμα κι εκεί που φοβάσαι… θα θυμηθείς ποια είσαι.
🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️
Η νεράιδα έμεινε σιωπηλή. Ένιωσε ένα ρίγος, μα όχι από φόβο. Από αναγνώριση. Αυτά τα κομμάτια… ήταν δικά της. Σήκωσε τον καθρέφτη. Και για πρώτη φορά, είδε κάτι:
Ένα φως. Αδύναμο, ναι… αλλά υπαρκτό. Έλαμπε σαν κουρασμένο αστέρι που δεν είχε ακόμη εγκαταλείψει.
Τότε, μια φωνή ακούστηκε από μέσα της — όχι των πλασμάτων, ούτε του μάγου.
Ήταν η δική της φωνή.
- Είμαι η Διώνη.
Και μόλις το είπε… το σύμπαν της άλλαξε.
Τα πλάσματα χαμογέλασαν και διαλύθηκαν σε χρυσόσκονη. Η Διώνη βρέθηκε ξανά στο ξέφωτο. Και τότε…
Και τότε… το ξέφωτο άλλαξε. Όχι με έναν δυνατό ήχο. Όχι με φλόγες ή βροντές. Μα… με σιωπή που ανατριχιάζει. Μια σιωπή που είχε νόημα. Που σε έκανε να σταματάς και να αισθάνεσαι. Η Διώνη στεκόταν όρθια. Τα πόδια της δεν έτρεμαν πια. Τα μάτια της δεν έψαχναν άλλο απαντήσεις.
Κρατούσε τον καθρέφτη στο χέρι της, αλλά τώρα… η επιφάνειά του έδειχνε την ίδια. Όχι όπως ήταν, μα όπως μπορούσε να γίνει.
Με φτερά φτιαγμένα από χρώματα αυγής. Με βλέμμα γεμάτο ευγένεια και φωτιά. Με το όνομά της χαραγμένο στο φως.
Ξαφνικά, οι ρίζες γύρω της άρχισαν να φωσφορίζουν. Τα δέντρα ψιθύρισαν ξανά, αυτή τη φορά με μια φωνή, όπως ένας χορός. Και μέσα από το χώμα… αναδύθηκε ένα άνθος. Μοναδικό, σαν να μην είχε ξαναφυτρώσει ποτέ κάτι παρόμοιο.
Ένα λουλούδι φτιαγμένο από τη δική της ανάμνηση. Η Διώνη πλησίασε. Άγγιξε απαλά τα πέταλά του. Και τότε, μέσα της κάτι άναψε.
Όχι μια φλόγα. Όχι ένα άστρο. Κάτι πιο αθόρυβο, πιο σταθερό, πιο δικό της:
Ένα φως που δεν είχε ανάγκη να αποδείξει τίποτα σε κανέναν.
Ένα φως που δεν συγκρινόταν. Που δεν είχε να κάνει με το πόσο δυνατό ήταν, αλλά με το πόσο αληθινό.
Την επόμενη στιγμή, ένιωσε την πλάτη της να ζεσταίνεται. Και όταν κοίταξε πίσω… Τα φτερά της είχαν επιστρέψει. Ήταν διάφανα, φωτεινά, σαν ονειρικές κουρτίνες που έπαιζαν με τον άνεμο.
Δεν είχαν έρθει από έξω. Είχαν ξεδιπλωθεί από μέσα.
🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️🧚♂️
Και τότε… η Διώνη χαμογέλασε.
- Δεν χρειάζεται να λάμπω όπως οι άλλοι… είπε απαλά, αρκεί να λάμπω όπως εγώ.
Και με ένα τίναγμα των φτερών της… πέταξε για πρώτη φορά. Όχι για να ξεφύγει. Αλλά για να γυρίσει εκεί που ανήκει.
Μέσα στο δάσος. Μέσα στον κόσμο. Μέσα στη δική της αλήθεια.
✨ Και κάπου, σε έναν καθρέφτη που δεν ήταν πια δικός της… έμεινε μονάχα μια λέξη:
Διώνη
Η νεράιδα που θυμήθηκε.
Και φώτισε.
«Δεν χρειάζεται να λάμπεις δυνατά,
μόνο αληθινά.
Το φως που γεννιέται από μέσα,
είναι εκείνο που μένει.»
— Διώνη, η νεράιδα που θυμήθηκε 🌿
Για περισσότερα παραμύθια κάντε LIKE στη σελίδα μας στο FB!
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου