Μέγαρα, Δεκαετία του 1950
Ιδιαίτερα ηλιόλουστο και ευχάριστο ήταν εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα της 25ης Ιανουαρίου του 1953. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος και ο άνεμος είχε διπλώσει τα φτερά του και επικρατούσε νηνεμία. Ο ήλιος έλαμπε και ο καιρός γλυκός και σχεδόν ζεστός ήταν μια παρένθεση άνοιξης μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Ίσως να είχαν παραταθεί, εκείνη τη χρονιά, οι αλκυονίδες ημέρες, πέρα από το πρώτο δεκαπενθήμερο του Γενάρη που ήταν συνήθως.
Ήταν πρώτη ημέρα του Τριωδίου. Μετά από δύο εβδομάδες θα ήταν η Κυριακή της Απόκρεω. Το Πάσχα θα ερχόταν πολύ νωρίς, στις 5 Απριλίου.
Ο δωδεκάχρονος Γιώργος όταν το πρωί έφευγε μαζί με την μητέρα του για την εκκλησία άκουσε τη γιαγιά του να λέει ότι «σήμερα ανοίγει το Τριώδιο». Αμέσως θυμήθηκε ότι όταν ανοίγει το Τριώδιο είναι η εποχή που ανάβουν τις αποκριάτικες φωτιές. Σκίρτησε η καρδιά του με τη σκέψη που έκανε. Αυτή τη χρονιά να δραστηριοποιηθεί πρώτος αυτός απ’ τους φίλους του τα γειτονόπουλα για να ανάψουν φωτιά έξω στον δρόμο.
Ήταν περίπου τρεις η ώρα το απόγευμα όταν ζήτησε από την μητέρα του να του επιτρέψει να πάει στο σπίτι του φίλου του Νίκου, λίγο πιο πέρα απ’ το δικό τους, για να μιλήσουν για τη φωτιά.
Φόρεσε το σταυρωτό τσόχινο καφετί παλτό του, χωρίς να το κουμπώσει διότι δεν έκανε κρύο, πάνω απ΄το μάλλινο πουλόβερ του και απ’ το κοντό μέχρι τα γόνατα, φανελλένιο γκρίζο παντελονάκι του με τις σταυρωτές στην πλάτη τιράντες, σήκωσε τις μπεζ μέχρι το γόνατο σπορ κάλτσες του που είχαν πέσει λίγο πιο πάνω από τους αστραγάλους επειδή τα λάστιχά τους με τις κόκκινες ρίγες είχαν ξεχειλώσει και έφυγε βιαστικός.
Στο σπίτι του Νίκου βρήκε την ξύλινη πράσινη αυλόπορτα κλειστή. Πάτησε με το μεγάλο δάκτυλο του χεριού του το σιμπερέκι (ζεμπερέκι), την άνοιξε και μπήκε μέσα στη χωματένια σκουπισμένη και νοικοκυρεμένη αυλή που την στόλιζαν μια μεγάλη αμυγδαλιά γεμάτη με τα πρώτα της άνθη και μια αλτάνα με φρέζες που μόλις είχε ξεφυτρώσει ο βλαστός τους από τους φυτεμένους βολβούς των καθώς επίσης και νεαρά φυτά βιολέτας και μοσχομπίζελου. Φώναξε με δυνατή συρτή φωνή το όνομα του φίλου του, επαναλαμβάνοντάς το μερικές φορές.
Άνοιξε η πόρτα της μεσαίας κάμαρης (καμάρας) απ’ τις τρεις που ήταν στη σειρά με τα κεραμίδια στη στέγη και βγήκε έξω ο Νίκος. Τα δυο αγόρια μίλησαν για το Τριώδιο και για τη φωτιά που θα άναβαν το βράδυ. Γι’ αυτό λοιπόν έπρεπε να μαζέψουν κλαριά.
Πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι στη γειτονιά μάζεψαν αρκετά. Άλλοι τους έδωσαν κλωνάρια από τα δεντρά (ελαιόδενδρα) που τα είχαν κλαδέψει και άλλοι κλήματα από το αμπέλι τους που τα είχαν στις αυλές τους. Μαζεύοντάς τα λίγα-λίγα τα έβαζαν μέσα στον μικρό κήπο της θείας της Σπύραινας που ήταν εκεί ανάμεσα στα σπίτια με έναν μαντρότοιχο χαμηλό από ξερολίθι στις δύο πλευρές του, ασπρισμένο με χορήγι (ασβέστη) και χωρίς πόρτα. Η θεία η Σπύραινα ήταν τόσο καλή που τα παιδιά μπορούσαν να μπουν άνετα στον κήπο και να κάνουν ό, τι θέλουν.
Ο μικρός αυτός κήπος ήταν κατάφυτος από καταπράσινα ξινά, φυτά όμοια με τριφύλλια, μεγάλα όμως, με όμορφα κίτρινα άνθη. Σε κάποια γωνιά του υπήρχαν μεγάλοι και ψηλοί αμπέλοχοι (μολόχες) που τους έλεγαν «ύπνους» διότι το αφέψημα από τα άνθη τους το έδιναν τα πιο παλιά χρόνια στα μωρά για να κοιμηθούν. Την άνοιξη όταν άνθιζαν οι αμπέλοχοι ήταν φανταστικοί με τα μεγάλα σαν χωνιά άνθη τους σε χρώματα ροζ, φούξια, μωβ, κίτρινο και λευκό. Στα ξερολίθια του φράχτη φώλιαζαν τεράστιες μπεζ πεταλούδες μεγέθους παλάμης χεριού με πουά γραμμές και πιτσίλες καφετιές.
Αυτός λοιπόν ο μικρός κήπος ήταν ο κήπος θαυμάτων. Έμοιαζε με τόπο εξωτικό, μαγευτικό, παραμυθένιο. Ένας παιδότοπος της εποχής που περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους παίζοντας τα παιδιά της γειτονιάς. Και παίζοντας απολάμβαναν σαν μια εξαιρετική λιχουδιά, τους νόστιμους μίσχους των ξινών (τριφυλλιών) και τα μεγάλα σαν φουντούκια «ψωμάκια» όπως έλεγαν τους καρπούς των αμπελόχων.
Απέναντι απ’ τον κήπο, στην αρχή του ακάλυπτου χώρου μεταξύ δύο σπιτιών (στενουλάκι) ένας μεγάλος «γέρος» (μελιά) με πλατιά φύλλα και κίτρινα μικρά άνθη σε σχήμα τρομπέτας με μακριούς λευκούς στήμονες, έδινε απλόχερα κι αυτός τον χυμό τους, τον γλυκό σαν μέλι, στα παιδιά που τον ρουφούσαν αχόρταγα με ευχαρίστηση.
Μέχρι το σούρουπο εκείνης της Κυριακής του Γενάρη του 1953 είχε μαζευτεί μέσα στον μικρό κήπο ένας μεγάλος σωρός από κλαριά για το άναμμα της φωτιάς.
Όταν έπεσε ο ήλιος πίσω απ’ τα Γεράνεια, τα παιδιά της γειτονιάς μαζί με τους γονείς τους μαζεύτηκαν μπροστά στον μικρό κήπο και άναψαν φωτιά. Σιγά-σιγά η φωτιά τροφοδοτούμενη συνεχώς με κλαριά έγινε μεγάλη με τεράστιες πύρινες γλώσσες. Γύρω απ’ τη φωτιά που έτριζε και βούιζε σαν θεριό, έπιασαν χορό τα κοριτσόπουλα τραγουδώντας, συγχρόνως αποκριάτικα τραγούδια με περιεχόμενο σκωπτικό, ερωτικό και αστείο, όπως: Οι Αποκρές ερχόντουνε, τι άλλο καρτερούμε; Περικαλέστε το Θεό καλή Λαμπρή να ιδούμε. Τσαι το τούρι, τούρι, τούρι, κλπ». Επίσης και: «Τούτες οι μέρες το ‘χουνε, τούτες οι δυο βδομάδες να τραγουδούν τα θηλυκά, να χαίρονται οι μανάδες. Δώσ’ του πέρα, δώσ’του πέρα, δώσ’του φουστανιού σου αέρα».
Όμορφες στιγμές, χαρούμενες με κέφι και διασκέδαση. Οι φλόγες της φωτιάς πύρωναν τα πρόσωπα και ζέσταιναν τις καρδιές μικρών και μεγάλων που γέμιζαν αισιοδοξία και όλων των ειδών τα όμορφα συναισθήματα. Τα κορίτσια χόρευαν και τ’ αγόρια κουβαλούσαν απ’ τον κήπο μέσα κλαριά και η φωτιά θέριευε και το κέφι μεγάλωνε. Σε λίγο μαζεύτηκαν και μερικά αγόρια από την πιο κάτω γειτονιά που περνώντας από εκεί με τα τσέρκια τους (στεφάνια-ζάντες ποδηλάτων) παίζοντας, στάθηκαν να διασκεδάσουν κι αυτά και να χαρούν στο όμορφο αγνό πανηγύρι που τ΄αστεία και τα τραγούδια διαδέχονταν το ένα το άλλο.
Κάποια στιγμή στην παρέα ήρθε να προστεθεί και η Ελευθερία από την κάτω γειτονιά μαζί με τους γονείς της. Η Ελευθερία που έπαιζε θαυμάσιο ακορντεόν και το είχε φέρει μαζί της έδωσε ακόμα πιο χαρούμενο και διασκεδαστικό ύφος στο μικρό εκείνο γειτονικό αποκριάτικο γλεντάκι. Τότε δημιουργήθηκε μια πιο όμορφη και πιο χαρούμενη ατμόσφαιρα και διασκέδασαν όλοι μέχρι που το σκοτάδι έγινε πυκνό και νύχτωσε. Τότε άφησαν τη φωτιά να σβήσει σιγά σιγά έως ότου έμεινε στην εστία της ένας σωρός από ροδοκόκκινα κάρβουνα.
Η Δανάη πήγε στο σπίτι της, έφερε το μαγκάλι και με ένα μικρό φαρασάκι με μακριά λαβή το γέμισε με κάρβουνα. Το πήρε και το πήγε στο υπνοδωμάτιο των γονιών της για να ζεσταθεί ο χώρος. Ο μπαρμπα Μήτσης έφερε κι αυτός ένα φαράσι κι έναν μικρό τετράγωνο τενεκέ με συρμάτινο χερούλι, πήρε αρκετά κατακόκκινα κάρβουνα και τα πήγε στο τζάκι του σπιτιού του για να ψήσει μπριζόλες. Η θεία η Σπύραινα «τράβηξε» από το πηγάδι της αυλής της νερό και με έναν τσίγκινο κουβά το έφερε και το έριξε στα κάρβουνα που είχαν απομείνει για να σβήσουν. Και αφού έσβησαν τα κάρβουνα και δεν υπήρχε κίνδυνος, η όμορφη παρέα διαλύθηκε με μια εγκάρδια «καληνύχτα» απ’ όλους.
Όλοι πήγαν στα σπίτια τους. Έβαλαν στις αυλόπορτες το κοντομίρι και τις κλείδωσαν. Οι πόρτες των δωματίων έκλεισαν και ένα ένα τα φώτα των σπιτιών έσβησαν.
Παντού ησυχία. Ο δρόμος άδειος. Έμεινε μόνο η μικρή λάμπα με το αμυδρό της φως πάνω στην ξύλινη γκρίζα κολόνα της Ηλεκτρικής, κρεμασμένη από ένα μαύρο σιδερένιο μπράτσο και κάτω από ένα στρογγυλό τσίγκινο πράσινο καπέλο το οποίο βοηθούσε να συναγωνιστεί το λαμπρό φεγγάρι του Γενάρη που έμοιαζε με ήλιο της ημέρας καθώς λέει και η παροιμία, όπου μέσα στο φωτεινό ροζ διάφανο σαν οργαντίνα «αλώνι» του φώτιζε και ομόρφαινε την νύχτα.
Το πρωί η θεία η Τασιά βγήκε στον δρόμο με ένα φαράσι και έναν τενεκέ και μάζεψε την κρύα στάχτη. Την ήθελε για να φτιάξει αλυσίβα για τον θερμό (μπουγάδα).
Όλα αυτά ή μερικά απ’ αυτά επαναλήφθηκαν και τα επόμενα βράδια μέχρι και την Κυριακή της Τυρινής. Μετά άρχιζε η κατανυκτική περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του Πάσχα.
Για περισσότερα παραμύθια κάντε LIKE στη σελίδα μας στο FB!
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
ΓΑΛΑΖΙΑ ΧΡΟΝΙΑ - Ένα διήγημα για τις Αποκριές της δεκαετίας του ’50 στα Μέγαρα
Ελένη Κόμπουλη-Μαρκεσίνη
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου