Ήταν κάποτε ένας γερο - ζητιάνος κι είχε µια µαϊµού. Γύριζε από τόπο σε τόπο, έπαιζε µε τη φλογέρα του, η µαϊµού χόρευε, έκανε διάφορα αστεία ακροβατικά, κι ύστερα έπαιρνε το καπέλο του γέρου και έκανε βόλτα ανάµεσα στους ανθρώπους που παρακολουθούσαν το θέαµα, για να ρίξουν καµιά δεκάρα...
Μ' αυτά τα λίγα λεφτά έπαιρναν κανένα κομμάτι ψωμί και ζούσαν. Τα βράδια, πολλές φορές, όταν δεν εύρισκαν καµιά καλύβα, έµεναν σε σπηλιές ή κάτω από τα δέντρα... Αρκετές μέρες είχαν μείνει και νηστικοί. Ήταν πολύ σκληρή και δύσκολη η ζωή τους µα την είχαν συνηθίσει.
Ο γέρος αγαπούσε πολύ τη µαϊµού που τον βοηθούσε να ζήσει, αλλά και κείνη τον αγαπούσε γιατί τον είχε συνηθίσει πια. Έπειτα της άρεσε να γνωρίζει διάφορα μέρη... Μια µέρα έτυχε να δώσουν µια από τις παραστάσεις τους κοντά σ' έναν ζωολογικό κήπο. Η µαϊµού είδε πίσω από τα κάγκελα διάφορα ζώα, και µαϊµούδες, να τρώνε άφθονο φαγητό, να κοιµούνται ή να κάθονται, ενώ μερικά παιδιά έξω από τα κάγκελα τα κοίταζαν µε πολύ ενδιαφέρον.
«Τι όµορφα που περνούν αυτά τα ζώα! είπε µε το νου της η µαϊµού. ∆εν κουράζονται να περπατούν, όπως εγώ, δε χοροπηδούν, δε δίνουν παραστάσεις κι έχουν άφθονο φαγητό και ήσυχο ύπνο... Α, πόσο τα ζηλεύω! Πόσο θα 'θελα να 'μουν κι εγώ µαζί τους!».
Και το βράδυ, η µαϊµού αποφάσισε ν' αφήσει το γερο - ζητιάνο και να πάει να μείνει κι αυτή στο ζωολογικό κήπο, µέσα σ' ένα σιδερένιο κλουβί. Όταν κοιμήθηκε ο γέρος, γλίστρησε σιγά - σιγά, και σε λίγο, έφθανε στο ζωολογικό κήπο και από ένα δέντρο πήδησε σ' ένα κλουβί µε µαϊµούδες. Εκεί βρήκε αρκετό φαγητό ώσπου χόρτασε, κι έπειτα έπεσε να κοιμηθεί πάνω στο παχύ και καθαρό άχυρο. Το πρωί, όταν ξύπνησε είδε μερικά παιδάκια έξω από τα κάγκελα να την κοιτάζουν. Όμως αυτά τα κάγκελα δεν της άρεσαν... Όλη της τη ζωή θα την περνούσε λοιπόν, εδώ; Να βλέπει τα ίδια και τα ίδια, να µην ταξιδεύει, να µη γυρίζει εδώ κι εκεί; Κι ο καλός της ο γερο - ζητιάνος τι έκανε µόνος του;
Ω... πόσο της έλειπε, πόσο τον αγαπούσε... Και, µια και δυο πήδησε από το κλουβί κι έτρεξε να τον βρει. Τον βρήκε να κάθεται στενοχωρημένος έξω από την πόλη. Έπεσε αµέσως στην αγκαλιά του κι ο γερο - ζητιάνος που φοβόταν πως την είχε χάσει για πάντα την υποδέχτηκε µε δάκρυα στα µάτια.
Κι ύστερα άρχισαν να χοροπηδούν από τη χαρά τους. Ζούσαν τόσο ευτυχισµένα και οι δυο τους µέσα στη φτώχεια τους... ∆εν είναι τα πλούτη εκείνα που σε κάνουν ευτυχισμένο. Μεγαλύτερη ευτυχία για τους ανθρώπους και τα ζώα είναι η ελευθερία και η αγάπη.
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
Ευχαριστούμε!!!
Από το βιβλίο "Αισώπου Μύθοι", Αφοί Στρατίκη-Εκδόσεις
4 comments:
Ωραίο δίδαγμα και ωραίο παραμύθι είπε η Καλλιόπη 5 ετών!!
Η Άννα δεν πρόλαβε την πήρε ύπνος ...2 ετών
Ράνια 5 ετών,της άρεσε πολύ!!
Στην Μαριαννα 4 ετών αρεσε πολυ το παραμύθι
Δημοσίευση σχολίου