Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γάτος σ' ένα πλούσιο κι αρχοντικό σπίτι. Ήταν ολομόναχος, δεν του έλειπε τίποτε και όλοι τον αγαπούσαν. Το υπόγειο του σπιτιού ήταν γεμάτο ποντίκια κι έτσι, όταν ήθελε, έπιανε κάποιο από αυτά και γέμιζε το στομάχι του.
Μα είχε ένα μεγάλο ελάττωμα αυτός ο γάτος. Ήταν λαίμαργος και λιχούδης. ∆εν του έφταναν οι ποντικοί. Ήθελε να δοκιμάζει απ' όλα τα φαγητά και τις λιχουδιές του σπιτιού. Μια μέρα ξεσκέπασε μια κατσαρόλα στην κουζίνα, άπλωσε το πόδι του και άρπαξε ένα μεζέ.
Ο κύριος του τον είδε και του είπε:
- Γιατί το έκανες αυτό; ∆εν ξέρεις ότι οι γάτοι δεν πρέπει να πειράζουν τα φαγητά των ανθρώπων; Και ποντικοί υπάρχουν να φας, και ψάρια σου φέρνω και αποφάγια πολλά μένουν.. Τι άλλο θέλεις, λοιπόν; Άλλοτε να µη το ξανακάνεις, γιατί θα σε τιμωρήσω.
Μα ο γάτος µας, δεν έβαλε μυαλό. Μια μέρα έσπασε ένα βάζο µε γλυκό, µα για καλή του τύχη ο κύριος του νόμισε πως το έσπασαν οι ποντικοί κι έτσι τη γλύτωσε. Κι αντί να βάλει μυαλό ο γάτος µας και να σταματήσει να μπαίνει στην κουζίνα, συνέχισε να δοκιμάζει όλα τα φαγητά που εύρισκε μπροστά του.
Ένα απόγευμα είδε μερικά σταμνιά που είχε βάλει στην αράδα ο κύριος του πάνω σε μια φαρδιά σανίδα, ψηλά στον τοίχο. Ήταν σταμνιά γεμάτα λάδι, µα ο γάτος δεν το 'ξερε. Φανταζόταν πως θα ήταν γεμάτα παστό ψάρι. Έτσι, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε πάνω στη σανίδα. Αλλά µε το βάρος του η σανίδα έγειρε και τα σταμνιά µε το λάδι έπεσαν το ένα πίσω από το άλλο και... έγιναν θρύψαλα!
Έμπαινε κρυφά στην κουζίνα και άρπαζε ό,τι εύρισκε στις κατσαρόλες.
Ο γάτος τα έχασε... ∆εν μπορούσε να καταλάβει πώς έγινε αυτή η καταστροφή...
Κοίταζε το λάδι που είχε πλημμυρίσει το πάτωμα και σκεφτόταν ότι ο κύριος του θα τον σκότωνε γι' αυτή τη ζημιά.
«Τι έκανα ο βλάκας!» είπε µε το νου του. Με κατάστρεψε η λαιμαργία µου. Πρέπει να βγω από το σπίτι για να νομίσει ο κύριος µου ότι τα σταμνιά τα έριξαν οι ποντικοί. Θα φύγω και θα 'ρθω πολύ αργά».
Μα δεν πρόλαβε να κάνει βήμα... Εκείνη τη στιγμή έμπαινε στο σπίτι και ο άρχοντας. Όταν είδε το μεγάλο κακό που είχε γίνει, άρπαξε ένα ξύλο και άρχισε να χτυπά το γάτο. Κι αφού του έδωσε αρκετές, του είπε να φύγει και να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια πίσω.
Έτσι ο λαίμαργος γάτος, αναγκάστηκε να μείνει µόνος του στο δάσος, χωρίς παρέα, χωρίς φροντίδα... Έτρωγε κάπου - κάπου κανένα ποντικό, σκεφτόταν πόσο όμορφα περνούσε στο σπίτι του άρχοντα και τον έπιαναν τα κλάματα. Καταριόταν τότε τη λαιμαργία του και μετάνιωνε πικρά. Μα τώρα πια ήταν πολύ αργά...
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
Από το βιβλίο "Αισώπου Μύθοι", Αφοί Στρατίκη-Εκδόσεις
1 comments:
ειναι φανταστικο παραμυθι
Δημοσίευση σχολίου