ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ γεννήθηκαν στις 21/05/2014

ΤΟ ΚΟΚΑΛΟ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ


Τα παλιά τα χρόνια ζούσε στο δάσος ένα αγριογούρουνο, που χάλαγε τα χωράφια, σκότωνε τα πρόβατα και ξεκοίλιαζε τους κυνηγούς. 

Ο βασιλιάς υποσχέθηκε πλούσια δώρα σε όποιον κατάφερνε να το σκοτώσει και να γλιτώσει την πολιτεία του από αυτή τη συμφορά. Αλλά το θηρίο ήταν τόσο μεγάλο που κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει στο δάσος. Τελικά ο βασιλιάς έβαλε τελάληδες να φωνάξουν σε πόλεις και χωριά πως όποιος πιάσει ή σκοτώσει το αγριογούρουνο, θα πάρει τη μοναχοκόρη του για γυναίκα. 


Στην πολιτεία του ζούσαν και δύο αδέρφια, παιδιά ενός φτωχού ανθρώπου. Και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και υποσχέθηκαν να σκοτώσουν το αγριογούρουνο. Ο μεγαλύτερος, που ήταν πονηρός και ξύπνιος, το έκανε για να δοξαστεί και να αποκτήσει πλούτη ο μικρότερος, που ήταν αθώος και αγαθός, το έκανε από την καλή του την καρδιά. 


Ο βασιλιάς τούς είπε: «Για να είστε σίγουροι πως θα βρείτε το αγριογούρουνο, να μπείτε ο ένας από τη μια μεριά του δάσους κι ο άλλος από την άλλη». Ο μεγαλύτερος, λοιπόν, μπήκε από τη δύση κι ο μικρότερος από την ανατολή. 


Κι εκεί που προχωρούσε ο μικρός αδερφός, συνάντησε ένα νάνο που κρατούσε στο χέρι του ένα μαύρο σουβλί. Κι ο νάνος τον σταμάτησε και του είπε: «Αυτό το σουβλί σου το δίνω επειδή έχεις αθώα και άδολη καρδιά! Με αυτό μπορείς άφοβα να κυνηγήσεις το τρομερό αγριογούρουνο. Και δεν θα πάθεις τίποτα!».


Ο νεαρός ευχαρίστησε το νάνο, πήρε το σουβλί στον ώμο του και συνέχισε το δρόμο του δίχως φόβο. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το θηρίο πρόβαλε ανάμεσα απ τα δέντρα κι άρχισε να τρέχει καταπάνω του αγριεμένο. Εκείνος όμως έστρεψε το σουβλί προς το μέρος του κι αυτό ήρθε κι έπεσε πάνω του με τόση δύναμη που η καρδιά του σκίστηκε στα δύο και σωριάστηκε κάτω νεκρό. 


Το παλικάρι τότε το φορτώθηκε στις πλάτες του και πήρε το δρόμο του γυρισμού, για να το δείξει στο βασιλιά.


Όταν βγήκε από την άλλη μεριά του δάσους, έφτασε σε ένα πανδοχείο, όπου ο κόσμος έπινε κρασί και γλεντούσε. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, σίγουρος πως θα έβρισκε το αγριογούρουνο, είχε μπει να πιει ένα ποτηράκι, να πάρει κουράγιο. Όταν, λοιπόν, είδε τον μικρότερο αδερφό του να βγαίνει από το δάσος φορτωμένος το αγριογούρουνο στις πλάτες του, η κακιά και φθονερή καρδιά του άρχισε να τον κεντρίζει. Κι αποφάσισε να τον φωνάξει: "Έμπα μέσα, αδερφέ μου, να ξαποστάσεις. Πιες κι ένα ποτηράκι κρασί! Θα σε συνεφέρει!». Ο μικρός αδερφός, που το μυαλό του καθόλου δεν πήγε στο κακό, μπήκε και είπε στον αδερφό του για το νάνο, για το μαύρο σουβλί που του είχε δώσει, και για το πώς σκότωσε το αγριογούρουνο. Ο μεγαλύτερος τον κράτησε μαζί του ως το βράδυ. Κι όταν σκοτείνιασε, ξεκίνησαν κι οι δύο μαζί για το παλάτι.


Στο δρόμο που πήγαιναν, έφτασαν σε ένα ποταμάκι και ο μεγαλύτερος άφησε τον μικρότερο να προχωρήσει πρώτος στο γεφύρι του. Στα μισά όμως, πάνω από το νερό, του έδωσε ένα τόσο δυνατό χτύπημα πισώπλατα που ο μικρός έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Ο άλλος τότε τον έθαψε κάτω από τη γέφυρα, φορτώθηκε το σκοτωμένο αγριογούρουνο στις δικές του πλάτες και πήγε στο βασιλιά, λέγοντας ότι αυτός είχε σκοτώσει το θηρίο. 


Έτσι κατάφερε και παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα. Και καθώς ο μικρότερος δεν έλεγε να γυρίσει, είπε σε όλους: «Φαίνεται πως το αγριογούρουνο πρόλαβε και τον σκότωσε με τα κέρατα του». Και όλοι τον πίστεψαν. 


Επειδή όμως τίποτα δεν μένει κρυφό από τον Θεό, έτσι κι αυτό το φριχτό έγκλημα ήρθε κάποτε στο φως. Μετά από χρόνια πολλά ένας βοσκός περνούσε τα πρόβατα του πάνω από το γεφύρι και είδε κάτω στην άμμο ένα κάτασπρο κόκαλο να αστράφτει στον ήλιο. «Αυτό θα είναι ό,τι πρέπει για να φτιάξω τη φλογέρα μου», σκέφτηκε. 


Κατέβηκε, λοιπόν, το μάζεψε και σκάλισε με αυτό μιαν όμορφη φλογέρα. 


Αλλά την πρώτη φορά που την έβαλε στα χείλια του να παίξει, η φλογέρα προς μεγάλη έκπληξη του βοσκού άρχισε να τραγουδάει μόνη της:

«Αχ, καλό μου τσοπανάκι,
το δικό μου κοκαλάκι
έκανες φλογέρα.

Ο αδερφός μου μ' έχει σφάξει,
μες στην άμμο μ' έχει θάψει,
για να παντρευτεί αυτός του βασιλιά τη θυγατέρα».


«Τι παράξενη φλογέρα!», είπε ο βοσκός. «Τραγουδάει μονάχη της! Πρέπει να πάω να τη δείξω στο βασιλιά». Κι όταν παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά, η φλογέρα άρχισε και πάλι να τραγουδάει το τραγούδι της. Ο βασιλιάς αμέσως κατάλαβε. Πρόσταξε να σκάψουν κάτω από το γεφύρι και πράγματι, βρήκαν ολόκληρο το σκελετό του σκοτωμένου. Ο κακός αδερφός δεν μπορούσε να αρνηθεί το έγκλημά του. 


Τον έκλεισαν μέσα σε ένα σακί και τον έριξαν ζωντανό στα νερά, να πνιγεί. Και τα κόκαλα του καλού αδερφού τα μάζεψαν και τα έβαλαν σε ένα ωραίο μνήμα στο νεκροταφείο. 



Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
"To κόκκαλο που τραγουδούσε" (Der singende Knochen) από το βιβλίο "Τα παραμύθια των Αδελφών Γκριμμ, Α' Τόμος", Εκδόσεις Άγρα 
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το YouTube και συγκεκριμένα από το κανάλι English Stories Channel και το παραμύθι The Singing Bone | English Fairy Tales

2 comments:

Unknown είπε...

Αυτο ειναι παραμύθι για παιδιά; Πολύ μακάβριο και βίαιο. Κομμένο και ραμμένο για ταινία θρίλερ. 0%

Ειρήνη 😉 είπε...

Συμφωνώ μαζί σας καλά που έχει κοιμηθεί ο μικρός μου και δεν το άκουσε όλο. 😬

Δημοσίευση σχολίου

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΑΔΕΣ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Flag Counter
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...