«Γεια σου νονέ!» Καλά είναι ν' αρχίσω έτσι; Αναρωτιόταν ο Χριστόφορος. Μα δεν έβρισκε και τίποτε άλλο καλύτερο να βάλει πάνω – πάνω. «Καλό μου φαίνεται!» αποφάσισε λίγο αργότερα.
«Τι κάνεις νονέ μου; Έχω να σε δω αρκετό καιρό, αλλά βλέπεις έβρεχε πολύ και δεν ήταν εύκολο να έρθουμε εκεί που μένεις. Αλήθεια, γιατί δεν έρχεσαι λιγάκι πιο κοντά μας; Καλά που θα ήταν! Αλλά βέβαια, ξέρω πως είναι πολύ δύσκολο για σένα ν' αφήσεις το σπίτι σου, την αυλή και τα ζαρζαβατικά σου, τα καναρίνια, τις γάτες και το σκυλάκι σου τη Ματού. Οπότε δεν πειράζει, ας είσαι μακριά μου, αρκεί να μπορείς να τα φροντίζεις όλα αυτά που αγαπάς!»
Ο Χριστόφορος σκέφτηκε πως έτσι όπως πήγαινε, το γράμμα του θα γινόταν ολόκληρο... "βιβλίο", τόσες πολλές σελίδες θα είχε! Μα, είχε τόσα να πει στο νονό του... τόσα... Δάγκωσε το μολύβι του όπως συνήθιζε να κάνει σε κάθε δύσκολη εργασία. Λες κι έτσι θα του ερχόταν το γράψιμο καλύτερα.
Δυσκολευόταν. Γιατί ήθελε να πει στο νονό του κάτι πολύ σημαντικό. Αλλά δεν ήθελε να τον προσβάλλει κιόλας.
Βλέπετε, ο Νικόλας, για πρώτη φορά στη ζωή του, ήθελε να ζητήσει από το νονό του ένα δώρο. Ένα δώρο όπως το ονειρευόταν αυτός ο ίδιος. Κι αυτό ήταν το δύσκολο! Γιατί, μέχρι τώρα, ποτέ δεν είχε ζητήσει κάτι συγκεκριμένο. Δεν του άρεσε καν ν' ακούει τα άλλα παιδιά να ζητάνε αυτό ή εκείνο ή το άλλο που είχαν δει σε κάποια διαφήμιση, είτε τα Χριστούγεννα είτε το Πάσχα. Παιχνίδι, ρούχο, παπούτσι. Ίσως να ήταν ντροπαλός, όπως του έλεγαν συχνά οι φίλοι του.
Εκείνος πάντως έκρινε πως δεν ήταν καθόλου σωστό να ζητήσει κάτι. Διαφορετικά, θα χαλούσε την έκπληξη! Και μαζί με την έκπληξη, θα χαλούσε κι η μαγεία που είχαν πάντα οι γιορτές!
«Εγώ, νονέ, τα πάω μια χαρά στο σχολείο. Ακόμη και στην ορθογραφία, που, όπως λες κι εσύ δεν είναι το καλύτερο μάθημά μου, κάνω φέτος πολλές προσπάθειες, κι αυτό έχει αποτέλεσμα να κάνω λιγότερα λάθη. Αλλά, έχω κι ένα σωρό άλλα ενδιαφέροντα μαθήματα, κι εκεί είμαι ακόμη καλύτερος». Ο Χριστόφορο έξυσε το κεφάλι του. Πώς τους είχε πει η δασκάλα τους ότι πας από το ένα θέμα στο άλλο όταν γράφεις κάτι; Τώρα βρήκε να μην θυμάται τίποτε ... Α! δεν γίνεται έτσι δουλειά! «Θα τα γράψω όπως ακριβώς τα νιώθω», σκέφτηκε. «Δεν χρειάζεται να είμαι τέλειος, μπορώ απλώς να γράψω αυτό που θέλω και να είμαι ο εαυτός μου!».
Ο Χριστόφορος πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Έλεγα λοιπόν, αν συμφωνείς κι εσύ φυσικά, αυτό το Πάσχα να μου πάρεις μόνο μια λαμπάδα. Μια σκέτη λαμπάδα. Χωρίς στολίδια, καραβάκια, πειρατές, ανεμόμυλους. Να κρατήσουμε το έθιμο, ε, νονέ; Όπως λέει η γιαγιά μου! Αλλά, τα παιχνίδια που θα μου έπαιρνες, σε παρακαλώ να τα χαρίσεις σε κάποιο άλλο παιδί. Ένα παιδί που ίσως να μην έχει καν άλλα παιχνίδια για να παίξει.
Νομίζω ότι είναι αρκετά τέτοια παιδιά σε κάθε γειτονιά, οπότε μάλλον θα ξέρεις κι εσύ ένα-δυο που να μένουν εκεί κοντά σου. Θα ήταν πολύ ωραίο να συνεργαστούμε οι δυο μας, εσύ κι εγώ, έτσι ώστε κάποια άλλα παιδιά να χαρούν το ίδιο με μένα. Μάλλον θα χαίρονται περισσότερο από μένα! Κι εγώ θα είμαι ευχαριστημένος επειδή μαζί θα βοηθήσουμε κάποιον. Μπορεί να το ξέρω αυτό το παιδί μπορεί και όχι. Δεν έχει σημασία! Εμείς θα έχουμε κάνει κάτι διαφορετικό φέτος, ακριβώς σαν αυτό το "αγαπάτε αλλήλους" που μας είπαν στο σχολείο ότι έλεγε ο καλός Χριστός.
Λοιπόν; Τι λες νονέ; Θα μου κάνεις αυτό το χατίρι;»
Έψαχνε αρκετή ώρα να βρει ένα καλύτερο τέλος για το γράμμα του ο Χριστόφορος. Μα σκέφτηκε πως έπρεπε να τ΄ αφήσει έτσι ακριβώς όπως το έγραψε, γιατί αυτό ένιωθε. Δεν έγραφε έκθεση στο σχολείο, γράμμα στο νονό του έγραφε! Ήταν σίγουρος πως θα τον καταλάβαινε έτσι κι αλλιώς.
Την άλλη μέρα πήγε στο ταχυδρομείο. Η μαμά ήταν πολύ περίεργη για το γράμμα αυτό. Ο Χριστόφορος την άφησε να πιστεύει πως εκεί μέσα είχε γράψει για να ζητήσει ένα καινούριο παιχνίδι. Δεν τον ένοιαξε. Αυτός είχε στραμμένη όλη την προσοχή του στο να γράψει σωστά την διεύθυνση του νονού του ώστε να πάει εγκαίρως το γράμμα.
«Μήπως θύμωσε ο νονός με αυτό που του ζήτησα;» Αλλά ο νονός του δεν θυμώνει ποτέ. Σχεδόν δηλαδή. Εκτός από εκείνη τη φορά που η σκυλίτσα του βούτηξε ολόκληρη στον κουβά της σφουγγαρίστρας, νομίζοντας πως αυτό είναι παιχνίδι. Ε, τότε ο νονός του είχε θυμώσει με τον ίδιο του τον εαυτό γιατί θεώρησε πως έφταιγε ο ίδιος που άφησε τον κουβά μέσα στη μέση!
Έτσι, δοκίμασε την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής του όταν, ένα μεσημέρι, η μαμά του έδωσε ένα γράμμα που προοριζόταν αποκλειστικά για εκείνον. Είχε έρθει κανονικά, με το ταχυδρομείο, ο φάκελος μέχρι και γραμματόσημα είχε, κι ήταν από το νονό του. «Περίεργο πράγμα!» είπε η μαμά «χαλάσαν τα τηλέφωνα κι αρχίσατε την αλληλογραφία;» Σωστά, αυτή δεν ήξερε!
«Είναι μερικά πράγματα μαμάκα μου που δεν λέγονται εύκολα! Καλύτερα να τα γράφει κανείς...» της απάντησε ο Χριστόφορος και κλείστηκε στο δωμάτιό του να διαβάσει το γράμμα του με απόλυτη ησυχία.
Ανοίγοντας το φάκελο, βρήκε ένα μικρό σημείωμα, σα να είχε γράψει κανείς μερικές λέξεις σ' ένα κομμάτι χαρτί εντελώς βιαστικά, και τρεις φωτογραφίες.
Ο Χριστόφορος κοίταξε τις φωτογραφίες προσεκτικά. Σίγουρα τα χαμόγελα σε αυτά τα παιδικά πρόσωπα ήταν το καλύτερο δώρο που του έγινε ποτέ. Μπράβο νονέ μου! Μπράβο και σε εμένα που το σκέφτηκα!
«Νονέ», του είπε αμέσως μόλις εκείνος απάντησε, «όταν έρθω να σε δω θα γίνω φίλος τους και θα παίζουμε παρέα. Το ήξερα πως θα με καταλάβαινες!»
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
Ευχαριστούμε!!!
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου