Θα σας το πω εγώ…
Εκείνο το βράδυ της Ανάστασης, ο Πασχάλης πείσμωσε:
-Δε θα νυστάξω! Δε θα νυστάξω! είπε.
Γιατί ήταν κιόλας πέντε χρονών και δεν τα είχε καταφέρει ως τώρα να μείνει ξύπνιος ως εκείνη τη στιγμή που ο παπα-Νικόλας έλεγε το "Χριστός Ανέστη". Ούτε είχε ακούσει όλα μαζί τα καράβια να βουίζουν δυνατά "βου βου βου!". Ούτε είχε δει τον ουρανό να γίνεται χρωματιστός κήπος από τα ωραία πυροτεχνήματα. Ούτε είχε χαρεί με τα φιλιά που έδινε ο ένας στον άλλο "ματς μουτς" ούτε είχε σπάσει το αυγό κανενός "τσακ τσακ" στην ολόφεγγη αυλή της εκκλησίας.
Κι όλα αυτά τα είχε χάσει εξαιτίας της κυρίας Νύστας και του κυρίου Ύπνου.
Αυτοί οι δύο έφταιγαν.
Φέτος, λοιπόν, ο Πασχάλης το έβαλε πείσμα.
-Δε θα νυστάξω! Δε θα νυστάξω! Δε θα νυστάξω! είπε και λάλησε.
Ντύθηκε με τα καινούρια ρούχα της νονάς του, φόρεσε τα καλά του παπούτσια, έβαλε δίπλα στο τραπεζάκι την καταπληκτική του λαμπάδα, κι έτσι πανέτοιμος κάθισε στον καναπέ και περίμενε τους δικούς του να ντυθούν…
Ξαφνικά, να σου και βλέπει την κυρία Νύστα από το ανοιχτό παράθυρο. Ήταν χαμογελαστή, όπως πάντα. Του έκλεισε το μάτι πονηρά. Κι από πίσω, νάσου και ο κύριος Ύπνος με ένα καλαθάκι γεμάτο όνειρα!
Ώσπου να πεις "τρία", ο Πασχάλης σφάλισε τα ματόκλαδα κι άρχισε ένα πανέμορφο ροχαλητό: "Χρρρ χρρρ χρρρ!".
Ο Πασχάλης είχε δύο καλές φίλες. Δε σας το είπα αυτό. Ήταν μια πασχαλιά στην αυλή του σπιτιού του, και μία πασχαλίτσα, εκείνο το ζουζουνάκι με το κόκκινο πανωφόρι και τις εφτά μαύρες βούλες στη ράχη. Μπορεί να είναι κι οχτώ. Δεν θυμάμαι.
Μες στον ύπνο του, λοιπόν, ο Πασχάλης είδε την πασχαλιά να κουνάει τα κλαδιά της πέρα δώθε και να γεμίζει την αυλή με μοβ λουλουδάκια. Το ένα της κλωνάρι μάκραινε, μάκραινε κι έφτασε ως τα αυτιά του, τα χάιδεψε απαλά και του ψιθύρισε:
-Ξύπνα, Πασχάλη, υπναρά! Δεν είπες ότι θα πας στην εκκλησιά;
Ο Πασχάλης έξυσε τα αυτιά του, κούνησε τα βλάφαρά του, αλλά δυστυχώς ξανάρχισε εκείνο το ροχαλητό του, γιατί είχε κρεατάκια: "Χρρρ χρρρ χρρρ!".
Τότε, από το κλαδί της πασχαλιάς ξεπετάχτηκε η πασχαλίτσα, με ανοιχτά τα κόκκινα φτεράκια της. Του γαργάλησε το μέτωπο. Έκανε μια βόλτα στο μάγουλό του, προσπάθησε να του ανοίξει τα βλέφαρα, μπήκε στο αριστερό του ρουθούνι, ξαναβγήκε και μπήκε στο δεξί. Τίποτα!
Απελπισμένη, κάθισε στην άκρη της μύτης του και του είπε:
-Ξύπνα, Πασχάλη, υπναρά! Θα αναστηθεί ο Χριστός και πάλι δε θα προλάβεις να χαρείς ούτε τα βαπόρια θα ακούσεις να βουίζουν δυνατά όλα μαζί "βου βου βου!".
Ξαφνικά, η κυρία Νύστα μετάνιωσε και καβαλώντας ένα δροσερό αεράκι, έκανε μια στροφή και βγήκε από το παράθυρο. Πίσω της και ο κύριος Ύπνος μάζεψε το καλαθάκι με τα όνειρα κι εξαφανίστηκε κι αυτός.
Ο Πασχάλης τεντώθηκε, μισοξύπνσε -μα γιατί τον έτρωγε η μύτη;- ξύστηκε, κι άνοιξε πελώρια τα μάτια του.
Φώναξε:
-Που είναι η λαμπάδα μου; Πού είναι τα παπούτσια μου; Άντε, γιατί αργείτε;
Έτρεξε ως το παράθυρο με χαρά. Όλα ήταν εντάξει. Η πασχαλίτσα κοιμόταν στο περβάζι του παραθύρου, κι η πασχαλιά σκορπούσε το άρωμά της στην αυλή. Όσο για τους λογαριασμούς που είχε με την κυρία Νύστα και τον κύριο Ύπνο, θα τα έλεγαν μια άλλη φορά!
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
Ευχαριστούμε!!!
"Τι έγινε εκείνο το βράδυ της Ανάστασης;" της Αγγελικής Βαρελά, από το βιβλίο "Οι πιο ωραίες ιστορίες για το Πάσχα" των εκδόσεων Μίνωας.
sciencekidsinkindergarden.blogspot.com
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου