πού ‘κανε πολύ νερό
εμαλώνανε δύο Οβραίοι
δύο κακοί μακελαραίοι
για ένα ψάρι, για ένα χέλι
για ένα κούτρουλο κοπέλι
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, μια οικογένεια και είχε ένα παιδί, λίγο βλαμμένο. Μια μέρα λοιπόν πιάνει και ρωτάει ο πατέρας:
–Τι θα φάμε αύριο γυναίκα μου;
–Τι θα φάμε; Δεν παίρνουμε πατσά;
–Ωραία. Να στείλεις αύριο πρωί το παιδί στο χασάπη να φέρει πατσά.
Την άλλη μέρα λέει στο παιδί η μάνα του.
–Να πας στο χασάπη, παιδάκι μου και να φέρεις δύο λίτρες πατσά. Κατάλαβες;
–Κατάλαβα.
Πραγματικά, κινάει το παιδί για το χασάπη. Όταν όμως έφτασε έξω από το χασάπικο δεν μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί τι του είχε ζητήσει η μάνα του να πάρει. Τι να κάνει, γυρίζει πάλι πίσω και της λέει.
–Ωρέ μάνα, τι μου είπες να φέρω; Ξέχασα.
–Πατσά σου είπα παιδάκι μου.
–Πατσά;
–Ναι, πώς το λένε; Κοιλιά, κοιλιά.
Φεύγει μια και δυο το παιδάκι και πάει στο χασάπη.
–Μού είπε η μάνα μου…
–Τι σου είπε η μάνα σου; Κρέας; Συκώτι;
–Όχι, μου είπε από ‘τούτη, από τούτη και χτύπαγε την κοιλιά του.
–Α, μωρέ, πατσά σου ‘πε, λέει ο χασάπης.
–Ναι, ναι! λέει το παιδάκι.
Το δίνει λοιπόν ο χασάπης δυο λίτρες πατσά σε μια μπόλια και του την δένει κιόλας. Την παίρνει το παιδί και ξεκινάει για να φύγει. Εκεί κοντά ήταν η θάλασσα και σκέφτηκε το παιδί να πάει πλύνει τον πατσά. Και πράγματι, πηγαίνει κι αρχίζει να τον χτυπάει στα βράχια. Ώρα πολλή έκανε την ίδια δουλειά. Χτύπημα και τίναγμα. Χτύπημα και τίναγμα.
Εκείνη την ώρα, έτυχε να περνάει ένα βαπόρι από ‘κει. Είδε το παιδί ο καπετάνιος και νόμιζε ότι του κάνει σινιάλο. Παίρνει λοιπόν μια βάρκα με δυο ναύτες και κινάει να φτάσει στο λιμάνι. Βγαίνουν έξω, πλησιάζουν το παιδί και το ρωτάνε:
–Γιατί κάνεις έτσι, μωρέ; Τι έπαθες;
Εκείνη την ώρα, έτυχε να περνάει ένα βαπόρι από ‘κει. Είδε το παιδί ο καπετάνιος και νόμιζε ότι του κάνει σινιάλο. Παίρνει λοιπόν μια βάρκα με δυο ναύτες και κινάει να φτάσει στο λιμάνι. Βγαίνουν έξω, πλησιάζουν το παιδί και το ρωτάνε:
–Γιατί κάνεις έτσι, μωρέ; Τι έπαθες;
–Ε, να άπλωνα τον πατσά, κάνει γελώντας το παιδί.
–Άκου να σου πω, θα σου δώσω ένα γερό χέρι ξύλο για να μάθεις να με φέρνεις εδώ χωρίς αιτία.
Και πραγματικά το πιάνει και του δίνει ένα ξύλο που δεν είχε ξαναφάει.
–Από δω και πέρα, όταν συναντάς κάποιον θα του λες:
«Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου
Κι ούτε πουλί πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σου»
Παίρνει το καημένο δρόμο με τον πατσά στο χέρι και μετά από λίγο συναντά δυο κυνηγούς.
Παίρνει το καημένο δρόμο με τον πατσά στο χέρι και μετά από λίγο συναντά δυο κυνηγούς.
Αρχίζει λοιπόν να λέει:
«Ώρα καλή στην πρύμνη σας κι αέρα στα πανιά σας
Κι ούτε πουλί πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σας»
–Βρε, τι λες; Να μην βρεθεί πουλί μπροστά μας;
Και τον αρχίζουν και οι δυο στο ξύλο και τον κάνουνε του αλατιού.
Το κακόμοιρο το παιδί, πάνω στην απελπισία του, τους λέει:
–Και τι να λέω;
–Να λες:
«Χίλιοι την ώρα
Και εκατό το μομέντο»
Συνεχίζει λοιπόν το δρόμο και –τι σύμπτωση! Συναντάει μια κηδεία. Μόλις τον ακούνε να λέει έτσι του λένε:
–Ωρέ, τι λες; Να πεθαίνουνε χίλιοι την ώρα κι εκατό το λεπτό;
Το πιάνουνε λοιπόν και του δίνουνε ένα γερό χέρι ξύλο.
–Τι να λέω, φωνάζει αυτό.
–Να λες: «Θεός σχωρέσ’ τονε! Θεός σχωρέσ’ τονε!»
Μόλις συνήλθε λοιπόν από το ξύλο, συνεχίζει το δρόμο του, όπου συναντάει έναν γάμο. Με το που τον ακούνε ο γαμπρός και οι κουμπάροι να λέει: «Θεός σχωρέσ’ τονε! Θεός σχωρέσ’ τονε!» πιάνουν και του δίνουνε ένα ξύλο που του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι και του λένε:
–Δεν θα ξαναπείς έτσι, παρά θα λες: «Να ζήσετε! Να ζήσετε!» και να γελάς κιόλας.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει φαίνεται μπροστά του ένας άντρας δύο μέτρα και χοντρός που κουβαλάει μαζί του μια γουρούνα γκαστρωμένη.
Μόλις ακούει το παιδί να του λέει «Να ζήσετε!» γίνεται έξαλλος, το αρπάζει και το σαπίζει στο ξύλο.
Μόλις ακούει το παιδί να του λέει «Να ζήσετε!» γίνεται έξαλλος, το αρπάζει και το σαπίζει στο ξύλο.
–Να μην ξαναπείς έτσι, αλλά να λες:
«Απ’ αυτό να τρως, να αλείφεσαι
Και να βάνεις και στα μουστάκια σου»
Έτσι, παραπατώντας από το ξύλο συνεχίζει το κακόμοιρο και συναντά έναν που έκανε κακά σε ένα χωράφι. Ακούει ο άλλος το παιδί να του λέει:
«Απ’ αυτό να τρως, να αλείφεσαι
Και να βάνεις και στα μουστάκια σου»
και σηκώνει τα βρακιά του να πάει να περιλάβει το μικρό, ώσπου τον έκανε να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του.
–Δεν θα ξαναπείς έτσι. Θα λες: «Πούφου βρώμα, πούφου βρώμα!»
Τραβάει το δρόμο του το παιδί μα συναντάει έναν ψαρά, που μόλις ακούει «Πούφου βρώμα» τον αρχινάει στο ξύλο.
–Σου βρωμάνε τα ψάρια μου; του λέει. Να μάθεις, μωρέ να λες: «Α! πράμα εθαρραπάηκα!» και να χαμογελάς κιόλα.
Σηκώνεται και τρεκλίζοντας πάει για το σπίτι του όπου συναντάει δυο αλήτες να τσακώνονται και τους λέει:
«Α! πράμα εθαρραπάηκα!» χαμογελώντας.
Δεν χάνουν λεπτό αυτοί, παρατάνε τον καυγά και αρχινάνε το αγόρι στις κλωτσιές. Και όταν τελειώνουν του λένε:
–Θα λες: «Χωρίστε αδερφάκια μου, χωρίστε αδερφάκια μου!»
Μαζεύει τον πατσά από κάτω το παιδί κι όπου φύγει – φύγει! Λίγο πιο κάτω συναντάει κάτι σκυλιά στο δρόμο που τσακωνόντουσαν.
«Χωρίστε αδερφάκια μου, χωρίστε αδερφάκια μου!» λέει το παιδί.
Τα σκυλιά δίνουνε μία, του παίρνουν τον πατσά και χάνονται. Με τα πολλά γυρνάει σπίτι του.
–Μωρέ, πού είναι ο πατσάς; του λέει η μάνα του.
Όπου τον πιάνει η μάνα του και του δίνει ένα ξύλο που τέτοιο δεν ξανάφαγε ποτέ.
Κι εζήσανε εκείνοι καλά.
Κι εμείς εδώ καλύτερα.
Μήτε εγώ ήμουνα εκεί,
Παραδοσιακό Παραμύθι από την Ζακύνθου - Επτάνησα