Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό που βρισκόταν ανάμεσα σε καταπράσινα βουνά και γαλήνιες λίμνες, ζούσε ένα μικρό κορίτσι που λεγόταν Αλκυόνη. Η Αλκυόνη είχε ένα όνειρο που την ακολουθούσε κάθε βράδυ, όταν κοιτούσε τον ουρανό: ήθελε να αγγίξει το φεγγάρι.
Όταν το φεγγάρι ανέβαινε ψηλά και φώτιζε όλη τη γη με το απαλό του φως, η Αλκυόνη καθόταν στο παράθυρό της και το κοίταζε με λαχτάρα. Ήταν τόσο όμορφο, τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακρινό. Πολλές φορές αναρωτιόταν πώς να το φτάσει, πώς να φτάσει εκεί ψηλά, εκεί που έλαμπε, σαν ένα γλυκό, ασημένιο όνειρο.
Ένα βράδυ, καθώς το φεγγάρι φώτιζε τα σύννεφα, η Αλκυόνη άκουσε μια απαλή φωνή να την καλεί: "Έλα κοντά μου, Αλκυόνη."
Η φωνή προερχόταν από ένα μικρό ασημένιο σύννεφο που πέρασε κοντά στο παράθυρό της. "Πώς μπορώ να φτάσω το φεγγάρι;" ρώτησε η Αλκυόνη, γεμάτη περιέργεια.
Το σύννεφο χαμογέλασε και είπε: "Για να φτάσεις το φεγγάρι, θα χρειαστείς μια σκάλα, μια σκάλα φτιαγμένη από τα όνειρά σου."
Η Αλκυόνη ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά από τη χαρά. "Μια σκάλα από τα όνειρά μου!" αναφώνησε, και αμέσως άρχισε να σκέφτεται όλα τα όνειρά της - τις φορές που είχε ονειρευτεί να πετάξει σαν πουλί, να χορέψει με τα αστέρια και να ζήσει σε έναν κόσμο γεμάτο φως και μαγεία.
Ξαφνικά, μπροστά της εμφανίστηκε μια σκάλα από χρυσό φως. Κάθε σκαλοπάτι ήταν φτιαγμένο από μια σκέψη, μια επιθυμία, μια ευχή που είχε φυλάξει στην καρδιά της. Η Αλκυόνη χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, βήμα-βήμα, με το φεγγάρι να την παρακολουθεί από ψηλά, φωτίζοντας το δρόμο της.
Καθώς ανέβαινε, η Αλκυόνη ένιωθε τη ζεστασιά του φεγγαριού να την αγκαλιάζει. Κάθε σκαλοπάτι που ανέβαινε της έδινε περισσότερη δύναμη και κουράγιο, και το φως του φεγγαριού γινόταν όλο και πιο λαμπερό. Είχε φτάσει ψηλά στον ουρανό, εκεί που τα αστέρια την κοίταζαν με θαυμασμό.
Φτάνοντας στην κορυφή, η Αλκυόνη βρέθηκε μπροστά στο φεγγάρι. Ήταν πιο όμορφο από όσο το είχε φανταστεί, γεμάτο από τη μαγεία του κόσμου, με ένα χαμόγελο που φώτιζε όλη τη γη.
"Καλησπέρα, Αλκυόνη," είπε το φεγγάρι με τη γλυκιά του φωνή. "Σ' ευχαριστώ που ήρθες να με βρεις. Είσαι γεμάτη από τα πιο όμορφα όνειρα, και γι' αυτό ήθελα να σε δω από κοντά."
Η Αλκυόνη, γεμάτη από χαρά και γαλήνη, άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το φεγγάρι. Νιώθοντας τη μαγεία του να τη γεμίζει, άφησε την καρδιά της να γεμίσει με φως.
"Δεν χρειάζεται να ανέβεις ξανά για να με δεις," είπε το φεγγάρι. "Το φως μου θα είναι πάντα μαζί σου, στα όνειρά σου και στην καρδιά σου."
Η Αλκυόνη γύρισε και είδε τη σκάλα να διαλύεται, αφήνοντας μόνο μια απαλή λάμψη στον ουρανό. Καθώς κατέβαινε, ένιωθε πως το φεγγάρι θα την ακολουθούσε για πάντα, σαν ένα όνειρο που ποτέ δεν χάνεται.
Και από εκείνη τη μέρα, κάθε βράδυ, η Αλκυόνη κοιτούσε το φεγγάρι και ήξερε ότι ήταν πάντα εκεί, δίπλα της, γεμάτο από τα όνειρά της, έτοιμο να τη φωτίσει και να την καθοδηγήσει.
Για περισσότερα παραμύθια κάντε LIKE στη σελίδα μας στο FB!
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
Συγγραφέας: Λυδία Φαντασία
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου