Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μάγος, που μεταμορφώθηκε σε ζητιάνο και πήγαινε από πόρτα σε πόρτα και ζητιάνευε κι έκλεβε τα όμορφα κορίτσια. Κανένας δεν ήξερε πού τα πήγαινε, γιατί κανένας δεν τα ξανάβλεπε ποτέ.
Μια μέρα, λοιπόν, χτύπησε την πόρτα ενός ανθρώπου που είχε τρεις όμορφες θυγατέρες. Ο μάγος είχε πάρει τη μορφή ενός γέρου ζητιάνου κι είχε φορτωμένη και μια καλαθούνα στην πλάτη του, για να βάζει μέσα τις ελεημοσύνες του κόσμου. Γύρεψε λίγο φαγητό κι όταν βγήκε η μεγαλύτερη να του δώσει λίγο ψωμάκι, εκείνος την άγγιξε μονάχα με την άκρη του χεριού του κι αμέσως η κακόμοιρη πήδησε μέσα στην καλαθούνα του από μόνη της. Άνοιξε βήμα τότε ο ζητιάνος και την κουβάλησε μέχρις ένα σκοτεινό δάσος, που στην καρδιά του είχε το σπίτι του. Μέσα στο σπίτι είχε του κόσμου τα καλά και τα πλούτη. Την καλοδέχτηκε την κοπέλα, της χάρισε σωρό τα δώρα και της είπε:
- «Αγαπημένη μου, τίποτε δεν θα σου λείψει εδώ κοντά μου. Θα έχεις ό,τι ποθήσει η καρδιά σου».
Έτσι πέρασαν μερικές μέρες κι ύστερα της είπε:
- «Πρέπει να φύγω και να σε αφήσω μονάχη σου για λίγο. Πάρε τα κλειδιά. Μπορείς να τριγυρίσεις σε όλο το σπίτι και να μπεις σε όλα τα δωμάτια και να κοιτάξεις ό,τι θέλεις. Μόνο σε ένα μικρό δωματιάκι δεν πρέπει να μπεις, που ανοίγει με αυτό το μικρό κλειδί. Αυτό στο απαγορεύω. Κι αν παραβείς την εντολή μου, θα πεθάνεις».
Της έδωσε ακόμα ένα αυγό και της είπε:
- «Φύλαξέ μου αυτό το αυγό σαν τα μάτια σου. Να το έχεις συνέχεια στον κόρφο σου, γιατί αν το χάσεις θα μας εύρει μεγάλη συμφορά».
Η κοπέλα πήρε τα κλειδιά και το αυγό και υποσχέθηκε πως θα έκανε όπως της έλεγε. Κι όταν έφυγε ο μάγος, τριγύρισε σε όλο το σπίτι, από πάνω μέχρι κάτω, και μπήκε σε όλα τα δωμάτια. Παντού άστραφτε το ασήμι και το χρυσάφι κι η κοπέλα ποτέ της δεν είχε ξαναδεί τόσα πλούτη μαζεμένα. Στο τέλος έφτασε και στην απαγορευμένη πορτούλα κι έκανε να προσπεράσει, αλλά η περιέργεια δεν την άφηνε σε ησυχία. Πασπάτεψε το κλειδάκι, το είδε που ήταν ολόιδιο με τα άλλα, το έβαλε στην κλειδαριά και το γύρισε λιγάκι. Και να σου ξαφνικά η πόρτα άνοιξε. Αλλά τι να δει! Στη μέση μια γούβα πέτρινη όλο αίματα, γεμάτη σφαγμένα ανθρώπινα κορμιά. Και δίπλα ένας ξύλινος πάγκος κι ένα τσεκούρι με αστραφτερή λάμα πάνω του. Τρόμαξε τόσο πολύ που το αυγό της ξέφυγε από τα χέρια κι έπεσε μέσα στα αίματα. Το έπιασε πάλι και το σκούπισε και το έπλυνε, αλλά άδικος κόπος το αίμα δεν έφευγε. Όσο κι αν το έτριβε, αυτό έμενε πάνω στο τσόφλι του αυγού κολλημένο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο μάγος γύρισε από το ταξίδι του. Και το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν το κλειδί και το αυγό. Εκείνη του το έδωσε τρέμοντας και κείνος κατάλαβε αμέσως απ’ το χρώμα του πως η κοπέλα είχε μπει στο ματωμένο δωμάτιο.
- «Αφού μπήκες στο απαγορευμένο δωμάτιο ενάντια στο θέλημα μου», της είπε, «θα ξαναμπείς κι αυτή τη φορά ενάντια στο θέλημα σου. Ήρθε το τέλος σου».
Και με αυτά τα λόγια την έριξε κάτω, την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσυρε ως το μικρό δωμάτιο με τα αίματα. Εκεί της έκοψε το κεφάλι και την έκανε κομμάτια, ώσπου το αίμα της κόλλησε στο πάτωμα. Και τότε την πέταξε μαζί με τους άλλους στην πέτρινη γούρνα.
- «Πέρασες με επιτυχία τη δοκιμασία και θα γίνεις γυναίκα μου». Και πια δεν είχε καμιά δύναμη και καμιά εξουσία πάνω της, αλλά ήταν αναγκασμένος να κάνει ό,τι του ζητούσε.
- «Με όλη μου την καρδιά», αποκρίθηκε η έξυπνη κοπέλα. «Πρώτα όμως θα χαρίσεις ένα καλάθι γεμάτο χρυσάφι στον πατέρα και στη μάνα μου. Και θα το κουβαλήσεις μονάχος σου ως εκεί, στην πλάτη σου. Εγώ στο μεταξύ θα ετοιμάσω το γάμο μας».
Έτρεξε τότε στις αδελφές της, που τις είχε κρυμμένες σε ένα απόμερο δωματιάκι, και τους είπε:
- «Ήρθε η ώρα να σας σώσω. Ο κακός μάγος θα σας κουβαλήσει ως το σπίτι μας. Αλλά όταν θα φτάσετε εκεί και θα γλιτώσετε, μην ξεχάσετε να μου στείλετε βοήθεια».
Τις έβαλε και τις δυο σε ένα μεγάλο καλάθι, τις σκέπασε τελείως με χρυσάφι, να μη φαίνονται, φώναξε το μάγο και του είπε:
- «Πήγαινε αυτό το καλάθι στους γονείς μου. Και στο δρόμο να μη σταθείς και να μην ξαποστάσεις στιγμή, και καθόλου να μην το ξεφορτώσεις από την πλάτη σου. Εγώ θα σε βλέπω από το παραθυράκι μου. Για αυτό πρόσεχε».
Ο μάγος σήκωσε το καλάθι, το φορτώθηκε στην πλάτη του κι έφυγε. Αλλά το καλάθι ήταν τόσο βαρύ που ο ιδρώτας άρχισε να κυλάει στο μέτωπο του κι άλλο δεν άντεχε να προχωρήσει. Κοντοστάθηκε λοιπόν για μια στιγμή να πάρει ανάσα και να ξεκουραστεί. Αλλά η μια από τις αδελφές, που ήταν κρυμμένες μέσα στο καλάθι του, του φώναξε:
- «Σε βλέπω από το παραθυράκι μου! Μη στέκεσαι. Προχώρα!»
Νόμισε τότε ότι η νύφη του τον είχε δει και του φώναζε. Σηκώθηκε λοιπόν και συνέχισε αδιαμαρτύρητα το δρόμο του. Λίγο πιο πέρα έκανε πάλι να κάτσει να ξαποστάσει, αλλά η φωνή ακούστηκε πάλι:
- «Σε βλέπω απ’ το παραθυράκι μου! Μη στέκεσαι. Προχώρα!»
Και κάθε φορά που στεκόταν, αμέσως η ίδια φωνή ακουγόταν και τον ανάγκαζε να προχωρήσει, ώσπου έφτασε κατάκοπος και καταϊδρωμένος στο πατρικό των κοριτσιών κι άφησε το καλάθι μπροστά στην πόρτα του.
Η μικρή στο μεταξύ είχε ετοιμάσει τη γιορτή για το γάμο κι είχε καλέσει κι όλους τους φίλους του μάγου. Ύστερα πήρε μια νεκροκεφαλή, που χαμογελούσε με τα ξασπρισμένα δόντια της, τη στόλισε με τα κοσμήματά της και με ένα λουλουδένιο στεφάνι, την ανέβασε ψηλά στη σοφίτα και την έβαλε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Όταν τέλειωσε, μπήκε σε ένα βαρέλι με μέλι, πασαλείφτηκε από τα νύχια ως την κορφή, άνοιξε το πουπουλένιο πάπλωμα και κυλίστηκε στα πούπουλα, ώσπου έφτασε να μοιάζει με παράξενο πουλί και κανένας δεν μπορούσε να τη γνωρίσει. Βγήκε τότε από το σπίτι και στο δρόμο συνάντησε τους καλεσμένους, που ερχόντουσαν στο σπίτι για το γάμο.
- «Ε, πουλάκι μαγεμένο, μαγικό πουλί, πούθε έρχεσαι κι είσαι όμορφο πολύ;» τη ρώτησαν.
- «Είμαι μαγεμένο πουλί, πουλάκι, κι έρχομαι από του μάγου το σπιτάκι» αποκρίθηκε η κοπέλα.
- «Και τι κάνει η νυφούλα η μικρή;» ξαναρώτησαν οι καλεσμένοι.
- «Σκούπισε το σπίτι από το κατώφλι ως τη σκεπή, και τώρα στέκεται στο παραθύρι και περιμένει να σας δει».
Και στο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε και το γαμπρό, που ερχόταν για να παντρευτεί. Και σαν τους άλλους, τη ρώτησε κι αυτός:
- «Ε, πουλάκι μαγεμένο, μαγικό πουλί, πούθε έρχεσαι κι είσαι όμορφο πολύ;»
- «Είμαι μαγεμένο πουλί, πουλάκι, κι έρχομαι απ' του μάγου το σπιτάκι».
- «Και τι κάνει η νυφούλα μου η μικρή;»
- «Σκούπισε το σπίτι από το κατώφλι ως τη σκεπή, και τώρα στέκεται στο παραθύρι και περιμένει να σε δει».
Ο μάγος κοίταξε στο πιο ψηλό το παραθύρι και είδε πράγματι τη νεκροκεφαλή στολισμένη. Θάρρεψε πως ήταν η νυφούλα του και τη χαιρέτησε από μακριά και της κούνησε το χέρι. Όταν όμως ήρθε κοντά και μπήκε μέσα κι αυτός κι οι καλεσμένοι του, έτρεξαν τα αδέρφια και οι φίλοι της νύφης, που είχαν μαζευτεί για να τη βοηθήσουν. Έκλεισαν κι αμπάρωσαν όλες τις πόρτες τού σπιτιού, έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν όλους ζωντανούς.
Για περισσότερα παραμύθια κάντε LIKE στη σελίδα μας στο FB!
Ευχαριστούμε!
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ - Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α' τόμος
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder- und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου