Μια φορά ζούσε στο μεγάλο δάσος ένα λιοντάρι, που είχε πια γεράσει και δεν μπορούσε να κυνηγήσει όπως πριν. ∆εν μπορούσε να τρέξει, γιατί κουραζόταν εύκολα, ούτε να πηδήσει πάνω στα μικρά ζώα και να τ' αρπάξει µε τα νύχια του.
Είχε ξαπλώσει απελπισμένο και µε άδειο στομάχι, κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου όταν, ξαφνικά, είδε ένα γάιδαρο να έρχεται προς το μέρος του και να γκαρίζει. Και τότε, μια ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του.
- Καλέ µου γάιδαρε, του είπε, δεν έχω ακούσει πιο δυνατή και τρομερή φωνή από τη δική σου. Αν θέλεις, μπορείς να µε βοηθήσεις.
-Τι βοήθεια μπορεί να σου προσφέρει ένας ταπεινός γάιδαρος σαν και µένα; το ρώτησε εκείνος.
-Θέλω όταν βλέπεις κανένα ζώο να γκαρίζεις µε όλη σου τη δύναμη. Εκείνο θα φεύγει τρομαγμένο, κι εγώ που θα έχω κρυφτεί στους θάμνους, το αρπάζω.
-Εντάξει, είπε ο γάιδαρος.
Άρχισαν από την ίδια εκείνη μέρα τη δοκιμή. Ο γάιδαρος γκάριξε όσο πιο δυνατά μπορούσε και ένα ελαφάκι καθώς έτρεχε απρόσεχτα και τρομαγμένο, έπεσε στα δόντια του λιονταριού.
-Μπράβο, είσαι σπουδαίος, είπε το λιοντάρι στο γάιδαρο. Όλα τα ζώα σε φοβούνται.
- Ε... όχι και τόσο πολύ! του είπε ο γάιδαρος. Νομίζω πως τα παραλές. Ποιος μπορεί να φοβηθεί ένα ταπεινό γάιδαρο σαν και µένα;
-Μα... τι λες, κυρ Μέντιο µου; Ως κι εγώ ο ίδιος σε φοβάμαι! Τέτοια βροντερή φωνή δεν την είχα ούτε εγώ, στα νιάτα µου.
-Ναι... είναι αλήθεια πως έχω δυνατή φωνή...
- ∆ε σου το είπα εγώ; Αλίμονο, μπορώ να κοροϊδέψω έναν φίλο σαν και σένα;
Ο γάιδαρος άρχισε να το παίρνει επάνω του. Γύριζε εδώ και κει γκαρίζοντας και χαιρόταν βλέποντας τα ζώα να το βάζουν τρομαγμένα στα πόδια. Όμως ένα άγριο ζώο, η λεοπάρδαλη, όχι µόνο δεν τον φοβήθηκε, αλλά καθώς ο γάιδαρος γκάριζε χωρίς να κοιτάζει γύρω του, έπεσε πάνω του και... τον σκότωσε χωρίς να δυσκολευτεί καθόλου. Έτσι, ο γάιδαρος που πίστεψε πως τον φοβούνται όλα τα ζώα κι έγινε ο άρχοντας του μεγάλου δάσους, τιμωρήθηκε όπως του άξιζε.
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
Από το βιβλίο "Αισώπου Μύθοι", Αφοί Στρατίκη-Εκδόσεις
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου