Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από χρόνια πολλά, σε ένα δύσβατο δάσος στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού, ζούσε μια μικρή φυλή αλόγων που είχαν ένα όμορφο κέρατο και ονομάζονταν μονόκεροι.
Οι μονόκεροι έχοντας δει πως φερόντουσαν οι άνθρωποι στα ζώα που εξημέρωναν, τους φοβόντουσαν όσο τίποτε άλλο και φρόντιζαν να μένουν μακριά τους. Όταν με πονηριά κάποιος άνθρωπος κατάφερε να τους πλησιάσει, ερχόταν αντιμέτωπος με το αλαβάστρινο κέρατο τους και τις φοβερές οπλές τους. Και κάθε προσπάθεια να εξημερωθούν οι περήφανοι μονόκεροι είχε αποδεχθεί χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι είχαν μάθει και οι άνθρωποι να μην πολυπλησιάζουν.
Μια μέρα, ένα μικρό κορίτσι, η Ελαίν, ξεχάστηκε παίζοντας στο δάσος. Η ώρα πέρασε και ξέμεινε μοναχή και φοβισμένη. Κάποια στιγμή, καθώς προσπαθούσε να βρει το δρόμο για το σπίτι της, έπεσε πάνω σε έναν νεαρό μονόκερο που έχει ξεμακρύνει από τους φίλους του. Ο μονόκερος που λεγόταν Μοϊράνε, λυπήθηκε τη μικρή και έμεινε μαζί της όλο το βράδυ, προστατεύοντας την από τα θεριά της νύχτας. Την ερχόμενη μέρα τη βοήθησε να βρει το σπίτι της,
Από τότε, η Ελαίν έβγαινε κάθε μέρα να παίξει με τον καινούργιο φίλο της. Και σύντομα μια όμορφη αγάπη γεννήθηκε μεταξύ τους. Η Ελαίν, βέβαια, φρόντισε να μην πει σε κανέναν για το νέο φίλο της, καταλαβαίνοντας ότι δεν θα δεχόταν κανείς εύκολα τη φιλία τους. Οι δυο τους όμως βρίσκονταν σε κάθε ευκαιρία και έπαιζαν και μίλαγαν και γέλαγαν χωρίς σταματημό, μέχρι που η Ελαίν έγινε 16 χρονών.
Τότε ξαφνικά, η Ελαίν σταμάτησε να πηγαίνει να βρει τον Μοϊράνε. Όσο και να περίμενε αυτός, η φίλη του δεν φάνηκε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Κατά τη διάρκεια του τέταρτου χρόνου κάποιος ή κάτι μπήκε στο χωριό της Ελαίν και πήρε όλα τα πρόβατα.
Οι άνθρωποι του χωριού το συζήτησαν και αποφάσισαν ότι ήταν οι μονόκεροι που έφταιγαν. Έτσι, κάλεσαν όλους τους κυνηγούς από ολόκληρη τη χώρα και τους έταξαν πλούτη πολλά για κάθε μονόκερο που θα έπιαναν – ζωντανό ή όχι. Μα οι μονόκεροι δεν ήταν διατεθειμένοι να πιαστούν και πάλεψαν λυσσαλέα με τους αμέτρητους κυνηγούς που κατέφθασαν – μα δεν είχαν ελπίδα και ένας – ένας χάνονταν.
Ο Μοϊράνε πάλι, που εξακολουθούσε να αγαπάει την Ελαίν, έτρεξε μακριά, με την ελπίδα ότι θα έβρισκε τη φίλη του που θα τον βοηθούσε να πείσει τους κυνηγούς ότι δεν έφταιγαν σε τίποτε οι μονόκεροι και μετά θα έπαιζαν και πάλι, χαρούμενοι, μαζί. Έτρεξε και έτρεξε ασταμάτητα, όσπου μια μέρα είδε από μακριά την Ελαίν παρέα με έναν όμορφο νεαρό άνδρα. Ο Μοϊράνε κάλπασε ενθουσιασμένος να τη βρει, να παίξουν πάλι αγαπημένοι.
Αλλά η Ελαίν είπε ΟΧΙ! δεν μπορώ να ασχοληθώ μαζί σου. Ήταν παντρεμένη τώρα και δεν είχε πλέον χρόνο για παιδαριώδη παιχνίδια.
Ο Μοϊράνε, ο τελευταίος των μονόκερων, πληγωμένος, με κατεβασμένο το πανέμορφο κέρας του, απομακρύνθηκε. Και κανείς δεν τον είδε ξανά.
Ευχαριστούμε!!!
Παραμύθι της Κεντρικής Ευρώπης