Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια θάλασσα γεμάτη αινίγματα και ψιθύρους παλιών θρύλων, ζούσε ένας νεαρός πειρατής με το όνομα Κάι. Το καράβι του, η «Φωτεινή Άγκυρα», ήταν φτιαγμένο από ξύλο που έλαμπε σαν την πρώτη αχτίδα του ήλιου και τα πανιά του άνοιγαν στον άνεμο σαν φτερά που αγγίζουν τον ουρανό.
Ο Κάι δεν ήταν σαν τους άλλους πειρατές. Είχε μια καρδιά γεμάτη περιπέτειες και όνειρα, αλλά το πιο ακατάπαυστο όνειρο του ήταν να βρει το χαμένο νησί του Χρυσού Ήλιου, το νησί των ατελείωτων θαυμάτων.
Το νησί, όπως λέγονταν όλοι οι θρύλοι, ήταν κρυμμένο πίσω από ένα πέπλο μαγευτικής ομίχλης και φωτεινών αστεριών. Οι πιο τολμηροί και γενναίοι δεν είχαν καταφέρει ποτέ να το βρουν, αλλά ο Κάι πίστευε πως η μαγεία του κόσμου ήταν εκεί, και είχε αποφασίσει να την ανακαλύψει.
Από την πρώτη στιγμή του ταξιδιού τους, η παρέα του βίωσε μαγικά θαύματα. Κάποτε, στη μέση του ωκεανού, η «Φωτεινή Άγκυρα» βρέθηκε να ταξιδεύει μέσα από σύννεφα που δεν ήταν φτιαγμένα από νερό, αλλά από φωτεινές, ασημένιες νιφάδες, που άφηναν πίσω τους μια αίσθηση απόσταξης ουράνιας μουσικής. Άλλες φορές, συνάντησαν μια φάλαινα που μπορούσε να μιλήσει και που τους είπε: «Ακολουθήστε την πορεία του Φεγγαροποταμού και θα φτάσετε εκεί που ο ήλιος συναντά τη θάλασσα».
Οι πειρατές ακολούθησαν τις οδηγίες της, και έτσι βρέθηκαν μπροστά σε ένα νησί που δεν έμοιαζε με τίποτα που είχαν ξαναδεί. Ήταν ένα μέρος γεμάτο από μαγευτικά πλάσματα: φλόγες που χόρευαν στον αέρα σαν χρυσά πέταλα, δέντρα με φύλλα που έλαμπαν σαν το φως των αστεριών και λουλούδια που αναστενάζανε όταν τα αγκάλιαζες.
Στην καρδιά του νησιού, υπήρχε μια λίμνη όχι με νερό, αλλά με φως. Το φως αυτό ήταν απαλό και χρυσαφένιο, λες και όλη η λάμψη του κόσμου είχε μαζευτεί εκεί. Ξεχνούσε κανείς τον χρόνο κοιτώντας το, καθώς το φως κυλούσε ήρεμα και αργά, δημιουργώντας μικρούς κυματισμούς στον αέρα που έμοιαζαν με νότες μουσικής. Ένα φως τόσο μαγικό, που όταν το άγγιζες, ένιωθες την καρδιά σου να γεμίζει από μια απίστευτη ζεστασιά και γαλήνη.
Και τότε, ο Κάι ανακάλυψε το πιο λαμπερό από τα θαύματα: Στην άκρη της λίμνης, υπήρχε ένα μικρό, χρυσό κλειδί που έλαμπε σαν μια αποκαλυπτική αστραπή στον ουρανό. Το πήρε στα χέρια του και ένιωσε πως κάτι μυστηριώδες και ιερό συνδέεται με αυτό το κλειδί.
Ακριβώς τη στιγμή που το κράτησε, εμφανίστηκε μπροστά του μια ηλικιωμένη γυναίκα, τόσο γεμάτη σοφία που τα μάτια της έμοιαζαν με τα αστέρια του νυχτερινού ουρανού. «Το κλειδί που κρατάς, πειρατή, δεν ανοίγει απλά μια πόρτα», είπε με φωνή που ακουγόταν σαν ψίθυρος του ανέμου, «αλλά την καρδιά του κόσμου. Για να το χρησιμοποιήσεις, πρέπει πρώτα να μάθεις το μεγαλύτερο μαγικό απ' όλα: να μοιράζεσαι αυτό που έχεις μέσα σου.»
Ο Κάι, γεμάτος απορία, ρώτησε: «Αλλά, που είναι ο πραγματικός θησαυρός του Χρυσού Ήλιου;»
Η γυναίκα χαμογέλασε και του είπε με μια ήρεμη φωνή: «Ο αληθινός θησαυρός δεν είναι τα χρυσάφι και τα πετράδια, αλλά η μαγεία του να μοιράζεσαι αυτό που αγαπάς. Όταν μοιράζεσαι το φως της καρδιάς σου, ο κόσμος γύρω σου φωτίζεται και κάθε γωνιά του γεμίζει με χαρά.»
Ο Κάι ένιωσε την καρδιά του να ανοίγει σαν ένα όμορφο λουλούδι και κατάλαβε: Ο πραγματικός θησαυρός ήταν η ικανότητα να αγαπάς, να βοηθάς και να μοιράζεσαι τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής σου με τους άλλους.
Με το χρυσό κλειδί στα χέρια, ο Κάι και η παρέα του επέστρεψαν στο καράβι τους, με μια νέα αίσθηση ευτυχίας και πληρότητας. Ο «Χρυσός Ήλιος» δεν ήταν κάπου μακριά – ήταν μέσα στην καρδιά τους, μέσα στις στιγμές που μοιράζονταν μαζί.
Και έτσι, καθώς το καράβι τους έπλεε στον ορίζοντα, το φως του Χρυσού Ήλιου τους ακολουθούσε, και κάθε βράδυ, οι πειρατές τραγουδούσαν για τον πιο αληθινό θησαυρό που μπορεί να βρει κάποιος: τη δύναμη του να μοιράζεσαι και την αξία της αγάπης.
Για περισσότερα παραμύθια κάντε LIKE στη σελίδα μας στο FB!
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
Συγγραφέας: Λυδία Φαντασία
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου