Στο δάσος, απέναντι στο πέλαγος, έστεκε μια πολύ γριά βελανιδιά. Ήταν περίπου τριακοσίων εξήντα πέντε ετών, μα για το δένδρο, όλος αυτός ο καιρός δεν ήταν παρά μόνο λίγες δικές μας μέρες.
Εμείς, είμαστε ξύπνιοι τη μέρα και κοιμόμαστε τη νύχτα. Έτσι βλέπουμε τα όνειρά μας. Το δένδρο είναι ξύπνιο τρεις ολόκληρες εποχές του χρόνου και κοιμάται μόνο σαν έρχεται o χειμώνας.
Ο χειμώνας είναι η νύχτα του – ύστερα από μια ατέλειωτη μέρα που τη λένε άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο. Πολλά ζεστά καλοκαιρινά πρωινά, τα Εφήμερα, οι μυγούλες που ζουν μονάχα μια μέρα, χόρευαν ολόγυρα στην κορφή της, χαρούμενες κι ευτυχισμένες, και ύστερα ακουμπούσαν για λίγο σε κάποιο δροσερό, πράσινο φύλλο της Βελανιδιάς.
«Καημένη μυγούλα! Ολόκληρη η ζωή σου είναι μια μέρα! Πόσο σύντομη είναι και πόσο θλιβερή!»
«Θλιβερή! Γιατί το λες αυτό;» απαντούσε τότε το Εφήμερο. «Όλα γύρω μου είναι πλημμυρισμένα από φως, ζεστασιά και ομορφιά, κι εγώ είμαι πολύ χαρούμενο!»
«Όμως κρατούν μια μονάχα μέρα, κι ύστερα χάνονται!»
«Χάνονται!» είπε το Εφήμερο.
«Τι θα πει χάνονται; Χάνεσαι κι εσύ;», ρώτησε τη βελανιδιά.
«Όχι. Εγώ θα ζήσω ίσως χιλιάδες δικές σου μέρες και η δική μου η μέρα κρατάει ολόκληρες εποχές. Είναι τόσο μεγάλη, που είναι αδύνατο να το καταλάβεις», είπε η βελανιδιά.
«Όχι; Τότε δεν σε καταλαβαίνω. Λες πως έχεις χιλιάδες δικές μου μέρες μα έχω κι εγώ χιλιάδες στιγμές για να είμαι χαρούμενο κι ευτυχισμένο. Θα σβήσει όλη η ομορφιά αυτού του κόσμου όταν πεθάνεις;»
«Όχι», αποκρίθηκε το δένδρο. «Θα κρατήσει πολύ ακόμα, πολύ περισσότερο ίσως απ' όσο μπορώ να λογαριάσω.
«Τότε, λοιπόν, η ζωή μας κρατάει το ίδιο, μόνο που για μένα μετράει διαφορετικά».
Και το Εφήμερο συνέχισε να χορεύει και να πετά στον αέρα, με τα ντελικάτα φτεράκια του και να χαίρεται τον ήλιο, τις μοσχοβολιές των λιβαδιών, της αγριοτριανταφυλλιάς, των λουλουδιών του κήπου, του θυμαριού, του δυόσμου και της μαργαρίτας. Και όλες αυτές οι ευωδιές ήταν τόσο δυνατές, που το μικροσκοπικό Εφήμερο ήταν σχεδόν μεθυσμένο.
Η μέρα ήταν ατέλειωτη και πανέμορφη, γεμάτη χαρά και γλύκα, και όταν ο ήλιος βασίλευε, η μυγούλα ένιωθε μια ευλογημένη κούραση από όλη αυτή τη χαρά. Τα μικρά φτερά δεν άντεχαν πια να την κρατούν, και ήρεμα και μαλακά κατέβαινε στο απαλό χορταράκι, κουνούσε το κεφαλάκι της σαν να αποχαιρετούσε, αποκοιμιόταν και πέθαινε.
«Κακόμοιρο μικρό Εφήμερο!» έλεγε η Βελανιδιά. «Πόσο σύντομη που ήταν η ζωή σου!»
Και κάθε καλοκαίρι ξαναρχίζει ο ίδιος χορός, οι ίδιες ερωτήσεις και απαντήσεις, και ο ίδιος γλυκός θάνατος. Γενιές ολόκληρες από Εφήµερα περνούσαν και όλα ένιωθαν την ίδια ευτυχία και την ίδια χαρά.
Η Βελανιδιά είχε περάσει ξύπνια το πρωινό της άνοιξης, το μεσημέρι του καλοκαιριού, και το δειλινό του φθινoπώρoυ, και να τώρα που η νύχτα της έφτανε γοργά. Ο χειμώνας. Οι καταιγίδες είχαν κιόλας αρχίσει να της τραγουδούν την καληνύχτα τους. Τα φύλλα της έπεφταν ένα ένα.
«Θα σε κουνήσουμε και θα σε νανουρίσουμε! Κοιμήσου, κοιμήσου! Σου τραγουδάμε για να κοιμηθείς, σε κουνάμε για να κοιμηθείς, µα τα γέρικα κλαδιά σου χαίρονται, αλήθεια, λες και τρίζουν από την αγαλλίαση! Κοιμήσου γλυκά, κοιμήσου ήσυχα! Είναι η τριακοστή εξηκοστή πέμπτη νύχτα σου. Είσαι ακόμα πολύ νέα! Τα σύννεφα σκόρπισαν στο χώμα το χιόνι τους, που θα σκεπάσει, σαν ζεστή πουπουλένια κουβέρτα, τα πόδια σου. Καλόν ύπνο και όνειρα γλυκά!»
Και η Βελανιδιά, γυμνή τώρα από φύλλα, ήταν έτοιμη να αποκοιμηθεί και να ονειρευτεί ένα σωρό όνειρα, όλα σχετικά µε κάτι που της είχε συμβεί, όπως ακριβώς κι εμείς οι άνθρωποι.
Η ψηλή Βελανιδιά ήταν κάποτε κι αυτή μικρούλα – η πρώτη της κούνια ήταν ένα βελανίδι. Τώρα -όπως λέμε εμείς οι άνθρωποι- ζούσε τον τέταρτο αιώνα της. Ήταν το πιο ψηλό και το πιο όμορφο δένδρο του δάσους. Η κορφή της ξεχώριζε πολύ ψηλότερα από όλα τα άλλα δένδρα και φαινόταν μακριά από τη θάλασσα, έτσι που οι ναυτικοί την είχαν για σημάδι.
Το δένδρο φυσικά δεν είχε ιδέα πόσα µάτια έψαχναν µε λαχτάρα να το εντοπίσουν. Στα πιο ψηλά κλαδιά της, έπλεκε τη φωλιά του το αγριοπερίστερο, και ο κούκος κοντοστεκόταν εκεί για να πει το τραγούδι του.
Το φθινόπωρο, τότε που τα φύλλα της έμοιαζαν σαν λεπτές φλούδες από χαλκό, τα περαστικά πουλιά έστεκαν λίγο να ξεκουραστούν, πριν πετάξουν για το µακρινό τους ταξίδι πάνω από τη θάλασσα. Μα τώρα ήταν χειμώνας; και το δένδρο απόμενε γυμνό από φύλλα, κι όλοι μπορούσαν πια να δουν πόσο ξερά και σκεβρωμένα ήταν τα κλαδιά του καθώς υψώνονταν στον ουρανό.
Κουρούνες και κοράκια κούρνιαζαν τώρα εκεί και κουβέντιαζαν για την άσχημη εποχή που άρχιζε και πόσο δύσκολο θα τους ήταν να βρίσκουν τροφή το χειμώνα. Και ακριβώς την άγια νύχτα των Χριστουγέννων ονειρεύτηκε η Βελανιδιά το πιο θαυμαστό της όνειρο.
Το δένδρο ένιωθε κάπως αόριστα τη γιορτάσιμη νύχτα· θαρρούσε κιόλας πως άκουγε τις καμπάνες να σημαίνουν στις γύρω εκκλησιές. Κι όμως, του φαινόταν πως ήταν μια όμορφη, χλιαρή, καλοκαιριάτικη μέρα. Τα δυνατά κλωνάρια του καμάρωναν µε τη φουντωτή, καταπράσινη φορεσιά τους, ο αέρας μοσχοβολούσε από τις ευωδιές των λουλουδιών και του νιόβλαστου χορταριού και χαρούμενες πεταλούδες κυνηγιόνταν γύρω του. Τα Εφήμερα χόρευαν, λες κι ο κόσμος όλος είχε πλαστεί µόνο και µόνο για να χορεύουν και να χαίρονται εκείνα.
Είδε πολεμιστές του εχθρού, µε χρωματιστούς θώρακες και αστραφτερά όπλα, κοντάρια μυτερά και βαριά σπαθιά, να στήνουν τις σκηνές τους και να τις ξανασηκώνουν. Οι φωτιές των φρουρών άναψαν πάλι, και άνθρωποι τραγούδησαν και κοιμήθηκαν στη σκιά του δένδρου. Είδε αγαπημένους να έρχονται, ευτυχισμένοι, µε το φεγγαρόφωτο, και να σκαλίζουν τα ονόματά τους στη σταχτοπράσινη φλούδα του κορμού του.
Κάποτε -ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε- χαρούμενοι τσιγγάνοι είχαν κρεμάσει στα χαμηλότερα κλαδιά του φλογέρες και λαούτα. Να που και τώρα τα έβλεπε πάλι στην ίδια θέση, και ξανάκουγε τη γλυκιά, απαλή μουσική τους.
Τα αγριοπερίστερα έκραζαν τα ταίρια τους, σαν να ξεχείλιζαν από ευτυχία, και ο κούκος μετρούσε, µε το μονότονο λάλημά του, πόσα όμορφα καλοκαίρια είχε να ζήσει ακόμα το δένδρο.
Ύστερα του φάνηκε πως μια καινούργια ζωή κυλούσε ως τις πιο βαθιές του ρίζες, και ξανανέβαινε γοργά ως τα ψηλότερα κλαδιά του, ως την άκρη του κάθε του φύλλου. Το δένδρο ένιωσε σαν να ψήλωνε και να φούντωνε και οι ρίζες του πίστεψαν πως ακόμα και το χώμα γύρω τους είχε πάρει ζωή.
Πλημμύρισε καινούργια δύναμη, η φυλλωσιά του πρασίνισε ακόμα περισσότερο και ο χυμός του κυκλοφορούσε ακόμα πιο γοργός και πιο πλούσιος στις δέντρινες φλέβες του. Και όσο τα κλωνάρια του απλώνονταν και ψήλωναν, τόσο η ευτυχία του ξεχείλιζε και άρχισε να ελπίζει πως κάποια μέρα θα έφτανε ως τον ζεστό, λαμπρό ήλιο.
Είχε κιόλας ανέβει πάνω από τα σύννεφα, Που τώρα περνούσαν κάτω από την κορυφή του, σαν σκοτεινά κοπάδια διαβατάρικα πουλιά, ή σαν μεγάλοι κάτασπροι κύκνοι. Και κάθε φύλλο του δένδρου έβλεπε τώρα, σαν να είχε δικά του µάτια. Τ' αστέρια φαίνονταν πιο φωτεινά και πιο μεγάλα. Σπίθιζαν σαν ξάστερα, καλοσυνάτα µάτια και θύμισαν στη Βελανιδιά γνώριμα µάτια παιδιάστικα, που είχε δει τόσες φορές να παίζουν στον ίσκιο της. Ήταν ένα θέαμα εξαίσιο, πλημμυρισμένο από χαρά και ευτυχία.
Κι όμως, μέσα σ' όλη αυτή τη χαρά, το δένδρο ένιωθε μια θλίψη, ένα θερμό πόθο να έβλεπε και όλα τα άλλα δένδρα του δάσους -μικρά και μεγάλα- όλους τους θάμνους, ακόμα και τα χορταράκια, να ψηλώνουν κι εκείνα για να μπορέσουν να δουν αυτό το μεγαλείο και την ομορφιά.
Πώς να είναι ευτυχισμένη η περήφανη Βελανιδιά, χωρίς να έχει κοντά της όλους της τους φίλους μικρούς και μεγάλους; Κι αυτός ο Πόθος, αυτή η λαχτάρα, έκανε την ευαίσθητη καρδιά του δένδρου να τρέμει και να χτυπάει γοργά. Η φουντωτή φυλλωσιά του ανέμιζε και ταραζόταν, σαν να έψαχνε κάτι να βρει κι ύστερα χαμήλωνε. Τότε ένιωθε τη μοσχοβολιά από το θυμάρι και τη μεθυστική ευωδιά των κρίνων και των μενεξέδων, και νόμιζε πως άκουγε τη φωνή του κούκου που το χαιρετούσε.
Ναι, οι πράσινες κορφές του δάσους άρχισαν να τρυπούν τα σύννεφα και η Βελανιδιά έβλεπε και τα άλλα δένδρα να ψηλώνουν και ν' ανεβαίνουν κοντά της. Οι θάμνοι και τα χορταράκια ψήλωναν κι εκείνα και μάλιστα μερικά, από την ανυπομονησία τους, ξεκολλούσαν από τις ρίζες τους για να φτάσουν πιο σύντομα.
Πιο γρήγορη απ' όλα ήταν η σημίδα. Ο λεπτός κορμός της ανέβαινε σαν άσπρη αστραπή και τα κλαδιά της ανέμιζαν ολόγυρα σαν πράσινες σημαίες. Όλα τα δένδρα και τα φυτά του δάσους υψώνονταν σαν μέσα σε έκσταση, ο αέρας αντηχούσε απ' το κελάδημα των πουλιών.
Πάνω στο τρυφερό γρασίδι, που είχε ακαριαία απλωθεί σαν μεταξωτό χαλί, οι ακρίδες καθάριζαν τις φτερούγες τους µε τα μακριά τους πόδια. Οι μαγιάτικες μέλισσες βούιζαν, οι χρυσόμυγες ζουζούνιζαν και κάθε πουλί κελαηδούσε µε τη δική του, ξεχωριστή φωνή. Όλα ήταν τραγούδι και χαρούμενος αχός στον τετράψηλο ουρανό.
«Μα πού είναι το γαλάζιο λουλουδάκι της ακροποταμιάς;» αναρωτήθηκε η Βελανιδιά. «Πού είναι η κόκκινη παπαρούνα, πού είναι η μαργαρίτα;»
Η καημένη η Βελανιδιά δεν ξεχνούσε κανένα, όλα τα ήθελε κοντά της.
«Εδώ είμαστε, εδώ είμαστε!» άκουσε χαρούμενες φωνούλες.
«Και το όμορφο θυμάρι του περασμένου καλοκαιριού; Και τα κρινάκια που ήταν πέρσι εδώ; Και η άγρια αχλαδιά µε τα όμορφα λουλούδια της; Και όλη η ομορφιά του δάσους που ξαναγεννιέται κάθε χρόνο – δεν θα έπρεπε να είναι κι εκείνη εδώ;»
«Εδώ είμαστε, εδώ είμαστε!» αποκρίθηκαν φωνές όλο και πιο κοντά, όλο και πιο ψηλά στον αέρα.
«Μα είναι θαυμάσια!» φώναξε χαρούμενη η γριά Βελανιδιά. «Τους έχω όλους γύρω µου, μικρούς και μεγάλους. Κανένας δεν λείπει! Τι αφάνταστη ευτυχία! Είναι δυνατόν;»
«Στον ουρανό, στη χώρα του καλού Θεού, όλα είναι δυνατά!» άκουσε την απόκριση στον αέρα.
Και η γριά Βελανιδιά, καθώς ψήλωνε ολοένα, ένιωσε τις ρίζες της να ξεκολλούν από τη γη.
«Σωστά!» είπε. «Αυτό είναι το καλύτερο απ' όλα. Τώρα πια τίποτα δεν µε κρατάει! Τώρα μπορώ να πετάξω ακόμα πιο ψηλά στη δόξα και στο φως! Και όλοι µου οι αγαπημένοι -μικροί και μεγάλοι- είναι μαζί µου, όλοι, όλοι!»
Αυτό ήταν το όνειρο της γριάς Βελανιδιάς και, καθώς ονειρευόταν, μια δυνατή καταιγίδα σάρωσε θάλασσα και στεριά, εκείνη τη νύχτα της παραμονής. Η θάλασσα σήκωσε θεόρατα κύματα και χτύπησε την ακρογιαλιά, κάτι έτριξε κι έσπασε μέσα στο δένδρο, οι ρίζες του ξέφυγαν από τη γη, την ίδια στιγμή που ένιωθε και στ' όνειρό της να φεύγει ελεύθερη από το χώμα. Έπεσε. Τα τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια της ήταν τώρα σαν την ημέρα του μικρού Εφήμερου.
Το πρωί των Χριστουγέννων, όταν ο ήλιος ψήλωσε, η καταιγίδα κόπασε. Απ' όλες τις εκκλησιές αντηχούσαν οι γιορτινές καμπάνες και απ' όλη τη γη, ακόμα κι από την πιο φτωχική καλύβα, ανέβαιναν γαλάζια σύννεφα καπνού, σαν τον καπνό που ανέβαινε τα πολύ παλιά χρόνια από τους βωμούς των Δρυίδων, τις μέρες της ευχαριστίας. Η θάλασσα γαλήνεψε σιγά σιγά, κι ένα μεγάλο καράβι που είχε παλέψει όλη τη νύχτα, απελπισμένα, με τη φουρτούνα, μπήκε στο γειτονικό λιμάνι.
«Το δένδρο έπεσε, η γριά Βελανιδιά, το σημάδι μας!» είπαν οι ναυτικοί.
«Έπεσε τη νύχτα, με την καταιγίδα. Ποιο άλλο δένδρο θα μπορέσει να γίνει σαν κι αυτό; Κανένα».
Αυτός ήταν ο σύντομος μα συμπονετικός επικήδειος του δένδρου που ήταν ξαπλωμένο χωρίς ζωή στο χιονισμένο χαλί της δασωμένης ακτής. Και πάνω από τη νεκρή γριά Βελανιδιά, ακούστηκαν οι νότες του χριστουγεννιάτικου ύμνου που έψαλλαν, γεμάτοι ευγνωμοσύνη, οι ναυτικοί.
Με αυτόν τον ψαλμό, όλοι μέσα στο θαλασσοδαρμένο καράβι, ένιωσαν την ψυχή τους να ανεβαίνει στον ουρανό, όπως ακριβώς είχε νιώσει και η γριά Βελανιδιά, στο όμορφο όνειρό της, εκείνη τη χριστουγεννιάτικη νύχτα.
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
Mommy.gr
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου