Ήταν κάποτε ένας χωρικός, που ζούσε σ’ ένα χωριό ξεχασμένο, σε μια κοιλάδα ανάμεσα σε ψηλά βουνά, κι η ζωή του κυλούσε μονότονα κι απαράλλαχτα τη μια μέρα με την άλλη. Κάθε μέρα που όργωνε και καλλιεργούσε το μικρό χωράφι του, ξεχνιόταν κάθε τόσο να κοιτάζει τις ψηλές κι απρόσιτες βουνοκορφές που εμπόδιζαν τη ματιά του να φτάσει τη γραμμή του ορίζοντα.
Λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο να έρθει η μέρα που θα τις διαβεί και θα ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο, να γνωρίσει πολιτείες αλλά και θάλασσες, λίμνες και ποτάμια που έλειπαν από τον τόπο του και δεν τα είχε δει ποτέ.
Λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο να έρθει η μέρα που θα τις διαβεί και θα ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο, να γνωρίσει πολιτείες αλλά και θάλασσες, λίμνες και ποτάμια που έλειπαν από τον τόπο του και δεν τα είχε δει ποτέ.
Ήταν όμως τόσο φτωχός που όλοι τον κορόιδευαν όταν τους μιλούσε για την επιθυμία του, όλοι τον είχαν για ανόητο κι έλεγαν πως οι νεράιδες του δάσους του έχουν πάρει τα μυαλά. Γιατί πως αλλιώς ήταν δυνατό να πιστεύει ότι θα ταξιδέψει μια μέρα όλο τον κόσμο, αυτός, που δεν είχε διόλου πλούτη και παράδες.
Εκείνος πείσμωνε με την κοροϊδία τους, μα όσο κι αν θέριευε μέσα του η ανάγκη να τα καταφέρει και να τους κόψει μια και καλή τα γέλια, δεν έβρισκε το θάρρος να το τολμήσει.
Έτσι τους άφηνε να κρυφομιλούν και να χαχανίζουν πίσω του, όλοι εκτός από μια κοπέλα, τόσο όμορφη που έμοιαζε με άγγελο από τον ουρανό και πάντα του χαμογελούσε σαν τον συναντούσε σε κανένα δρομάκι. Εκείνος όμως χαμήλωνε τα μάτια κι έστριβε σαν την έβλεπε γιατί δεν τολμούσε ούτε να ονειρευτεί πως θα μπορούσε ποτέ της να τον κοιτάξει.
Προτιμούσε να περνά ολοένα και περισσότερο χρόνο μονάχος του στο δάσος, κι εκεί να ονειρεύεται τα ταξίδια που βαθιά μέσα του ήξερε πως δεν θα έκανε ποτέ.
Ένα δειλινό, έτσι όπως καθόταν κάτω από ένα δέντρο με τα μάτια κλειστά και φαντάζονταν πως περπατούσε σε πολιτείες μυθικές, εμφανίστηκε άξαφνα εμπρός του ένα πλάσμα εξωτικό με μάτια μεγάλα και μαλλιά μακριά ίσα με το μπόι του. Εκείνος ταράχτηκε μα δεν τρόμαξε, γιατί ήξερε πως όλο το δάσος ήταν γεμάτο από νεράιδες, αερικά κι άλλα πλάσματα όμοια με τη φαντασία του ανθρώπου.
«Τι θέλεις;» ρώτησε καχύποπτος κοιτάζοντας το μικρόσωμο αερικό του δάσους από την κορφή ως τα νύχια.
«Δεν χρειάζεται να έχεις πλούτη για να ταξιδέψεις όλο τον κόσμο!» είπε εκείνο και τα μάτια του άστραψαν όλο νόημα.
«Μα, δεν ξέρω πως..» κόμπιασε ο χωρικός κι έστρεψε τα μάτια του στο χώμα.
«Εγώ θα σου δείξω!» σφύριξε το αερικό κι άπλωσε το μικροσκοπικό του χέρι, καθώς η φωνή του ψιθύριζε ένα μεγάλο μυστικό στ’ αυτί του χωρικού.
Του είπε πως μπορούσε να τον βοηθήσει να ταξιδέψει σε όποιο μέρος ήθελε, μονάχα με το νου του!
Ο άντρας κοίταξε σαστισμένος από τη λαχτάρα να πιστέψει πως του έλεγε αλήθεια. Τότε εκείνο, με μια κίνηση, άπλωσε τις παλάμες του που κρατούσαν εφτά λευκές πέτρες, μία για κάθε μέρα της εβδομάδας.
«Κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς, θα βαστάς σφιχτά στο χέρι σου την πέτρα της ημέρας που ξημερώνει και θα προφέρεις σιγανά τον τόπο που θέλεις να επισκεφτείς!»
«Αυτό μόνο;» ρώτησε, και δίχως να πάρει στιγμή τα μάτια του απ’ τις πέτρες που άστραφταν μέσα στις μικρές παλάμες, άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του να τις αγγίξει.
«Μονάχα ένας όρος!» είπε το αερικό του δάσους κι αναπήδησε αφήνοντας το χέρι του άνδρα να πέσει στον αέρα.
«Όρος;» ψέλλισε ο χωρικός.
«Δεν πρέπει να πάρεις τίποτα μαζί σου από τα μέρη που θα επισκεφθείς!» είπε αυστηρά, κι ο νέος άντρας άρχισε να οπισθοχωρεί σε κάθε του λέξη, λες και το διάφανο κορμάκι του αερικού να είχε κάποια δύναμη τρομερή που τον έσπρωχνε καθώς βάδιζε προς το μέρος του.
«Πρέπει να δώσεις υπόσχεση ιερή πως δεν θα πάρεις μαζί σου ούτε έναν κόκκο σκόνης από τα μέρη που θα επισκεφθείς, και θα τα αφήσεις έτσι ακριβώς όπως τα βρήκες! Κι αυτή είναι η μόνη υπόσχεση που πρέπει να τηρήσεις!»
Ο χωρικός βρήκε τον όρο πολύ λογικό και δίκαιο κι έτσι δεν έκανε άλλες ερωτήσεις, ούτε ρώτησε να μάθει τι θα γινόταν αν δεν τηρούσε την υπόσχεσή του. Καιγόταν απ’ την επιθυμία να αγγίξει με τα δάχτυλά του την αστραφτερή τους λάμψη. Το αερικό του δάσους άφησε τις λευκές πέτρες να κυλήσουν μέσα στις χούφτες του, που κόντευαν να παραλύσουν από την ευτυχία. Μια στήλη φωτός γλίστρησε ανάμεσα στα ψηλά δέντρα και θάμπωσε ολότελα τον άντρα, ενώ το αερικό, δίχως να πει άλλη λέξη, έγινε ένα με τη σκόνη του δάσους που χόρευε ανάμεσα στις αχτίδες του ήλιου.
Ο χωρικός έκανε ότι του είπε, κι άρχισε πράγματι να ταξιδεύει μέσα στα όνειρά του σε όλα τα μακρινά κι εξωτικά μέρη που επιθυμούσε. Επισκέφθηκε όλους τους τόπους που φανταζόταν άλλοτε, μα κι άλλους που δεν είχε ποτέ του φανταστεί. Συνάντησε ανθρώπους που κανείς δεν τους έφτανε σ’ ομορφιά και σπουδαιότητα. Έφαγε φαγητά παραδεισένια κι ήπιε χυμούς και κρασιά που καμιά άλλη γλώσσα δεν είχαν δροσίσει. Ντύθηκε ρούχα κομψά, καλοραμμένα, άρχισε να μιλά με τρόπους υψηλούς και να στοχάζεται ιδέες και λογισμούς τρανούς κι αξιοζήλευτους. Πόσο θα έσκαγαν τώρα από το κακό τους αν τον έβλεπαν όλοι εκείνοι που άλλοτε τον κορόιδευαν;
Αυτή η σκέψη τρύπωνε στο μυαλό του, κι ας ήταν κοιμισμένος, και τυραννούσε την τόση ευτυχία στην καρδιά του. Έτσι, άρχισε να συχνάζει όλο και περισσότερο τώρα στο χωριό παρά στο δάσος, ψάχνοντας ευκαιρία να παινευτεί και να κομπάσει για τα ταξίδια και τις περιπέτειές του. Κι όσο μιλούσε, τόσο περισσότερα ήθελε να πει, φουσκώνοντας κάθε τόσο τα λόγια και τις ιστορίες του για να τους κάνει πιότερη εντύπωση.
Εκείνοι τον άκουγαν και διασκέδαζαν με όσα τους έλεγε, όμως κανείς τους δεν τον πίστευε, μάλιστα άρχισαν περισσότερο τώρα από πριν να τον λένε ονειροπαρμένο. Είναι αλήθεια πως πάσχισε πολύ να μην ακούει τις κοροϊδίες τους και να τους αγνοήσει. Προσπάθησε σκληρά να πείσει τον εαυτό του πως το αερικό του δάσους είχε χαρίσει σ’ εκείνον ένα μαγικό δώρο, και πως οι συγχωριανοί του φέρονταν έτσι επειδή αγνοούσαν πως υπάρχει στον κόσμο κάτι σαν κι αυτό. Μάταια. Ήταν τόσο ανυπόφορα τα χαχανητά και τα κρυφομιλήματά τους σαν εκείνος περνούσε από μπροστά τους, που νόμισε πως το στήθος του θα έσκαγε απ’ το άδικο που τον έπνιγε.
Υπήρχε όμως και κάτι άλλο που πλήγωνε την καρδιά του. Η όμορφη κοπέλα όχι μόνο δεν τον θαύμασε ποτέ για τις σπουδαίες ιστορίες του, μα δεν πλησίασε να τον ακούσει έστω και μια φορά, ούτε καν για να του χαμογελάσει όπως άλλοτε. Τον κοιτούσε μονάχα για λίγο από μακριά κι ύστερα συνέχιζε το δρόμο της.
Πικραμένος όπως ήταν, δεν άργησαν ο θυμός κι η περηφάνια να τον νικήσουν. Έτσι αποφάσισε να βάλει επιτέλους στη θέση τους όλους εκείνους που γελούσαν μαζί του, κι ένας μονάχα τρόπος υπήρχε για να το καταφέρει αυτό: να δούνε με τα μάτια τους τα περίεργα κι αξιοζήλευτα που συναντούσε και που αυτοί δεν είχαν δει ποτέ ούτε στα όνειρά τους.
Άρχισε λοιπόν να φέρνει μαζί του τα πιο φανταχτερά αντικείμενα, τα πιο εξωτικά φυτά και τα πιο πολυτελή ρούχα απ’ όλα τα μέρη που ταξίδευε, θαμπώνοντας έτσι λίγο-λίγο τους συγχωριανούς του. Ένιωθε τότε μια ευχαρίστηση βαθιά που τον ζέσταινε τόσο που θόλωνε ο νους του, και ξέχασε πια ολότελα το αερικό του δάσους και την υπόσχεση που του έδωσε. Κι όσο τους άφηνε όλους άφωνους με τα αποκτήματά του, τόσο ευχαριστιόταν κι αντί να σταματήσει, συνέχιζε να φέρνει κι άλλα, όλο και περισσότερα.
Σαν πέρασε όμως η πρώτη εβδομάδα, όλα τα πολύτιμα υπάρχοντα που στόλιζαν πια το σπίτι του εξαφανίστηκαν και στη θέση τους δεν βρίσκονταν τώρα τίποτα άλλο από μαύρες πέτρες.
Ο χωρικός τα ‘χασε κι έκλεισε γρήγορα τα παραθυρόφυλλα, μη τύχει και περάσει κανείς και δει την κατάντια του. Έκρυψε γρήγορα τα λιθάρια σε μια γωνιά κι έπεσε ευθύς αμέσως ν’ αποκοιμηθεί, με την αγωνία μήπως οι μαγικές πέτρες είχαν χάσει τη δύναμή τους. Έπρεπε να φέρει ξανά καινούργια πράγματα, πριν έρθουν οι συγχωριανοί του για να τον θαυμάσουν.
Πράγματι έτσι έκανε και γέμισε πάλι το σπίτι του καινούργια λαμπερά καλούδια. Μα δεν πέρασαν λίγες μέρες κι όλα έγιναν πάλι μαύρα, ξερά λιθάρια. Τον έζωσε τότε ο φόβος μη τον πάρουν είδηση πάνω που είχε καταφέρει να τον πιστέψουν, κι άρχισε να ταξιδεύει σ’ όλο και περισσότερα όνειρα για να εξασφαλίσει τα χαμένα υπάρχοντα. Κι όσο έφερνε καινούργια, τόσο εκείνα γίνονταν μαύρες πέτρες την επόμενη κιόλας μέρα.
Ο δύστυχος χωρικός δεν ήξερε τι να κάνει. Το σπίτι του κόντευε να γεμίσει από τα μαύρα λιθάρια, κι εκείνος δεν μπορούσε πια μήτε τα παράθυρα να ανοίξει μη τύχει κι ανακαλύψουν έτσι όλοι τα ψέματά του. Κλείστηκε τότε μέσα και παρίστανε πως έλειπε σε κάποιο μακρινό ταξίδι.
Το πλάσμα του δάσους είχε καιρό να δει τον χωρικό στο δάσος, εκείνον που τόσο αγαπούσε άλλοτε να περπατά κάτω από τα ψηλά τα δέντρα και να ξαπλώνει στα παχιά χορτάρια. Διέσχισε τότε όλο το δάσος και βρέθηκε πλάι στο σπίτι του χωρικού. Εκεί είδε πολλούς να στέκονται και να χτυπούν τις πόρτες και τα παράθυρά του, χωρίς όμως να παίρνουν απόκριση.
Πλησίασε λίγο περισσότερο, μιας και δεν είχε λόγο να φοβάται μην το δουν έτσι όπως ήταν πλασμένο από τον αέρα.
Άκουσε τότε τους χωριανούς να μιλούν για τον πολυταξιδεμένο συντοπίτη τους και τις εξωτικές πραμάτειές του. Δεν ήθελε πολύ να καταλάβει τι είχε συμβεί. Θυμωμένο πολύ με την προδοσία του χωρικού, αποφάσισε να τον τιμωρήσει όπως του άξιζε. Πρόφερε μερικές λέξεις ακατανόητες κι ύστερα χάθηκε ξανά μέσα στο δάσος πιο γρήγορα κι απ’ τον αέρα.
Ο δυστυχισμένος άντρας που κάθονταν φοβισμένος παρακαλώντας να φύγουν όλοι εκείνοι που την πόρτα του χτυπούσαν, είδε άξαφνα τις μαύρες πέτρες να έρχονται κατά πάνω του. Λες και ζωντάνεψαν ξαφνικά, άρχισαν να κολλούν απάνω του και να τον κυνηγούν όπου κι αν πήγαινε, ώσπου δεν μπορούσε πια να κουνηθεί διόλου από το βάρος τους. Τρόμαξε τότε πολύ, κι άρχισε να φωνάζει κλαίγοντας κι εκλιπαρώντας το αερικό του δάσους να τον ακούσει και να έρθει να τον βοηθήσει.
Εκείνο εμφανίστηκε μεμιάς εμπρός του.
«Πρόδωσες την υπόσχεσή σου!» είπε με φωνή πιο κρύα κι από το χιόνι.
«Μα με κορόιδευαν!» κλαψούρισε ο χωρικός.
«Κι ήταν αυτό πιο σημαντικό απ’ την υπόσχεσή σου!»
«Μα δεν με πίστευαν!»
«Αξίζει να τον πιστεύουν κάποιος που δεν κρατά το λόγο του;»
«Όχι», είπε ο άντρας κι έσκυψε το κεφάλι καταλαβαίνοντας πως το αερικό είχε δίκιο να είναι θυμωμένο μαζί του. Τυφλώθηκε τόσο από την πληγωμένη περηφάνια του, που ξέχασε ολότελα πόσο σημαντικό είναι το καθήκον της υπόσχεσης.
«Μετάνιωσα και υποφέρω! Τι είναι όλες αυτές οι πέτρες και γιατί δεν μ’ αφήνουν να κουνηθώ;»
«Όλα αυτά που μάζεψες εδώ δεν σου ανήκουν! Η θέση τους είναι πίσω στους κόσμους που ταξίδεψες με το νου σου! Κάθε τι που έφερες μαζί σου ενώ υποσχέθηκες να μην το κάνεις, έγινε μια πέτρα μαύρη και βαριά που θα σ’ ακολουθεί όπου κι αν πας!»
«Θα τα γυρίσω πίσω!»
«Δεν μπορείς! Δεν αξίζεις πια το δώρο μου, ούτε τη δύναμή του! Όσο σ’ ακολουθούν αυτές οι μαύρες πέτρες, δεν θα μπορέσεις ποτέ να φύγεις μακριά τους.»
«Βοήθησέ με σε παρακαλώ!», ικέτεψε εκείνος.
«Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει! Μόνος σου μάζεψες τούτες τις πέτρες, μόνος σου θα βρεις τον τρόπο να απαλλαγείς από το βάρος τους!»
Και ξεστομίζοντας αυτά τα σκληρά λόγια χάθηκε για πάντα. Ο φτωχός άντρας είχε μετανιώσει αληθινά για το λάθος του, μα όλα έδειχναν πως ήταν πια αργά. Γρήγορα άρχισε να αρρωσταίνει από το βάρος που δεν τον άφηνε να κουνηθεί, ούτε να φάει, ούτε να πιει. Λίγο-λίγο έφτασε να κινδυνεύει πια η ίδια του η ζωή.
Μην έχοντας τίποτα άλλο να χάσει, κατάφερε να διαβεί με χίλιους κόπους την πόρτα του σπιτιού του και να αντιμετωπίσει τους συγχωριανούς του, σίγουρος πως δεν θα του έδειχναν καμιά λύπηση ύστερα από τα ψέματα που τους είπε.
«Να τος!» φώναξαν σχεδόν όλοι μαζί σαν τον είδαν να ξεμυτίζει.
«Δεν έλειπε σε ταξίδι!»
«Ήταν κρυμμένος εδώ και μας κορόιδευε!» συνέχιζαν να φωνάζουν οργισμένοι κι όρμησαν, σχεδόν ποδοπατώντας τον, μέσα στο σπίτι του. Τα ‘χασαν τότε βλέποντας τα μαύρα λιθάρια αντί για τα πολύτιμα υπάρχοντα που επιδείκνυε άλλοτε. Ο πονεμένος χωρικός υπόμενε πια τα σκληρά τους λόγια, αποφασισμένος να παραδεχτεί όλη την αλήθεια και να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του.
«Σας είπα ψέματα, από φόβο μη με κοροϊδέψετε ακόμα περισσότερο, σα μαθαίνατε πως δεν ταξίδεψα ποτέ σ’ αυτά τα μέρη που καυχιόμουν, παρά μόνο στα όνειρά μου.»
«Μας κορόιδεψε!» γρύλισαν δυο τρεις.
«Κι όλα αυτά τα πλούτη που τα βρήκε;» φώναξαν κάποιοι άλλοι παραπέρα.
«Είναι μάγος!» είπε τέλος κάποιος κι όλοι άρχισαν να τον κοιτάζουν με φόβο και μίσος.
«Όχι, δεν είμαι μάγος. Ένα πλάσμα του δάσους άκουσε τη φαντασία μου καθώς ξάπλωνα κάτω από τα ψηλά τα δέντρα, και μου χάρισε εφτά λευκές πέτρες. Με τη δική τους δύναμη ταξίδευα κάθε νύχτα σαν κοιμόμουν, σ’ όλα τα μέρη που ποθούσε η καρδιά μου να βρεθώ. Μα δεν σεβάστηκα την υπόσχεση που έδωσα στο πλάσμα του δάσους, κι άρχισα λίγο-λίγο να φέρνω μαζί μου υπάρχοντα που διόλου δεν μου άνηκαν..»
«Μην τον ακούτε!» φώναξε κάποιος από τους χωρικούς.
«Προσπαθεί να μας ξεγελάσει για να μας μαγέψει πάλι!»
«Να τον διώξουμε!» φώναξε ένας άλλος παρά κει.
«Να τον σκοτώσουμε!» ακούστηκαν μανιασμένοι κάτι άλλοι παρά πίσω, παρασέρνοντας και τους υπόλοιπους στη γνώμη τους.
«Μπορείτε να με σκοτώσετε αν αυτό σας ευχαριστεί, ή να με διώξετε αν θέλετε. Έτσι θα έχω την ευκαιρία που ποθούσα τόσα χρόνια, να ταξιδέψω στ’ αλήθεια, και τούτα τα σακατεμένα πόδια θα είναι η τιμωρία μου, αφού δεν τόλμησα να το κάνω όσο ήταν γερά.»
Αφού είπε αυτά με θάρρος και σταθερή φωνή, αδιαφορώντας αν θα πραγματοποιήσουν την απειλή τους όλοι όσοι τον κοιτούσαν γεμάτοι μίσος και χλευασμό, σύρθηκε για να συνεχίσει το οδυνηρό ταξίδι του, αποφασισμένος να μην σταματήσει την προσπάθεια όσο η καρδιά του χτυπούσε σε κάθε ανάσα.
Τότε άξαφνα, η όμορφη κοπέλα ξεπρόβαλλε μέσα απ’ το πλήθος κι έτρεξε κοντά του. Σαν την είδε από πάνω του ένιωσε ντροπή, μα και μια πρωτόγνωρη ζέστη να τον πλημμυρίζει. Εκείνη, τον έπιασε μαλακά απ’ το χέρι, κι ο άντρας σηκώθηκε το ίδιο απαλά και στάθηκε στα πόδια του δίχως καμιά δυσκολία. Οι πέτρες κύλησαν στο χώμα ελευθερώνοντας το πληγωμένο του κορμί, κι ευθύς αμέσως γίνηκαν σκόνη και χάθηκαν σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Ο χωρικός δεν πίστευε στα μάτια του κοιτάζοντας την πανέμορφη νέα που κρατούσε το ανάλαφρο πια σώμα του.
«Πως σε λένε;» ρώτησε μονάχα κι ας ένιωθε πως την ήξερε απ’ την αρχή του κόσμου.
«Αλήθεια με λένε!» είπε κείνη, κι ήταν αλήθεια η πιο γλυκιά λέξη που άκουσαν ποτέ τα αυτιά του.
Άπλωσε πάλι το χέρι της προς το μέρος του, κι έμοιασε σα να ξεχύθηκε μια λάμψη από την αγκαλιά της. Ο ευτυχισμένος χωρικός κοίταξε το φώς του ήλιου καθώς γίνονταν ένα με το δικό της, και του φάνηκε πως είδε τη σκόνη του δάσους να του χαμογελά έτσι όπως χόρευε ανάμεσα στις αχτίδες. Δίχως να διστάσει ούτε στιγμή, άπλωσε κι εκείνος το χέρι του κι έπιασε το δικό της με όλη του την αγάπη.
«Σ’ ευχαριστώ που μ’ ελευθέρωσες!»
«Σ’ ευχαριστώ που με άφησες να σ’ ελευθερώσω!»
Έτσι πιασμένοι από το χέρι, πλάι-πλάι, άρχισαν μαζί να ταξιδεύουν από τότε. Επισκέφτηκαν όλους τους τόπους που ονειρεύτηκε άλλοτε ο χωρικός, αλλά κι άλλους πολλούς που δεν φαντάστηκε ποτέ ότι υπήρχαν, ούτε στα πιο απίστευτα όνειρα!
Οι Εφτά Λευκές Πέτρες
της Ευαγγελίας Καρή
paramythiagiaolous.blogspot.com
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
Ευχαριστούμε!!!
1 comments:
Τελειο παραμυθι ! !!
Δημοσίευση σχολίου