Μια φορά κι ένα καιρό, όταν ο κόσμος ακόμη ήταν πολύ νέος, ζούσε στις κορυφογραμμές των βουνών σε χώρα μακρινή, ένας πρίγκιπας που όλοι έλεγαν πως ήταν γιος των Θεών. Αυτός είχε τρεις κόρες φημισμένες για την ομορφιά τους.
Την μεγάλη την έλεγαν Ρασόν, τη δεύτερη Σεντιμιέντο και την τρίτη την ομορφότερη, την φώναζαν Άλμα. Οι τρεις κοπέλες ήταν καλές κι ευγενικές και οι γονείς τους πίστευαν πως θα έβρισκαν πολύ γρήγορα το ταίρι τους στη ζωή. Έτσι και έγινε.
Πρώτη παντρεύτηκε η Ρασόν έναν όμορφο και νέο άνδρα και πήγε να στις καταπράσινες πεδιάδες. Μετά ήρθε η σειρά της δεύτερης, της Σεντιμιέντο. Αυτή παντρεύτηκε και έστησε το σπιτικό της μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος κοντά στις πηγές του ομορφότερους ποταμού της γης. Ο πατέρας τους ήταν περήφανος που οι κόρες του ήταν ευτυχισμένες, ωστόσο ανησυχούσε για την μικρότερη την Άλμα που κανένας δεν τολμούσε να ρίξει τα μάτια του επάνω της, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει την ομορφιά της.
Ο καιρός περνούσε κι η μάνα της Άλμα κάθε βράδυ έλεγε στον πατέρα της ότι κάτι έπρεπε να κάνει αν δεν ήθελε η ομορφιά της κόρης τους να ξεθωριάσει σιγά-σιγά μέσα στην πατρική σκηνή.
Βράδια ολόκληρα η ίδια κουβέντα. Τελικά ο πατέρας της Άλμα αποφάσισε να πάει να συναντήσει το πιο σοφό άνθρωπο της περιοχής που ζούσε απομονωμένος στην πιο απόκρημνη κορυφή, για να του ζητήσει μια λύση για το πρόβλημά.
Μέρες, ίσως βδομάδες, διήρκεσε το ταξίδι του κι όταν έφτασε στη σκηνή του σοφού, του έφερε γλυκά και φρούτα και ψωμί, πρώτον γιατί ακόμη δεν είχε ανακαλυφθεί το χρήμα και δεύτερον γιατί ο χρυσός δεν θαμπώνει τα μάτια των πραγματικά σοφών ανθρώπων. Αμέσως εξήγησε το πρόβλημα και ο σοφός του είπε πως θα έπρεπε να κλειστεί για τρεις ημέρες, χωρίς νερό και φαγητό, σε κοντινή σπηλιά, για να του δώσουν τα πνεύματα την απάντηση. Έτσι και έγινε. Τρεις μέρες μετά ο πατέρας της Άλμα βγήκε απ’ τη σπηλιά έχοντας την απάντησή του. Πήρες το δρόμο της επιστροφής όπου τον περίμενε η γυναίκα του.
Μέρες, ίσως βδομάδες, διήρκεσε το ταξίδι του κι όταν έφτασε στη σκηνή του σοφού, του έφερε γλυκά και φρούτα και ψωμί, πρώτον γιατί ακόμη δεν είχε ανακαλυφθεί το χρήμα και δεύτερον γιατί ο χρυσός δεν θαμπώνει τα μάτια των πραγματικά σοφών ανθρώπων. Αμέσως εξήγησε το πρόβλημα και ο σοφός του είπε πως θα έπρεπε να κλειστεί για τρεις ημέρες, χωρίς νερό και φαγητό, σε κοντινή σπηλιά, για να του δώσουν τα πνεύματα την απάντηση. Έτσι και έγινε. Τρεις μέρες μετά ο πατέρας της Άλμα βγήκε απ’ τη σπηλιά έχοντας την απάντησή του. Πήρες το δρόμο της επιστροφής όπου τον περίμενε η γυναίκα του.
Έφτασε στη σκηνή του αμίλητος και κουρασμένος. Όταν για τα καλά έπεσε η νύχτα, τότε τα διηγήθηκε όλα στη γυναίκα του, λέγοντάς της ότι γραφτό της Άλμα είναι να παντρευτεί ένα τέρας, που θα το βρει στο βράχο της σιωπής, που πρέπει να την αφήσουν ντυμένη νύφη. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της μάνας, αλλά ποιός μπορούσε να αμφισβητήσει τα πνεύματα. Έτσι την άλλη μέρα η μάνα πλησίασε την Άλμα και της ανακοίνωσε την απόφαση των πνευμάτων. Μάταια έκλαψε η κοπέλα να την αφήσουν να περάσει τη ζωή της στην πατρική σκηνή. Η απόφαση είχε ληφθεί.
Τη στόλισαν νύφη κλαίγοντας και πήγαν και την άφησαν μόνη και φοβισμένη στο βράχο της σιωπής. Οι γονείς έφυγαν μοιρολογώντας για το κακό που βρήκε το κορίτσι τους. Ώρες πολλές πέρασαν από τότε που η Άλμα έμεινε μόνη στο βράχο της σιωπής, παρακαλώντας τον άρχοντα του Κάτω Κόσμου να έρθει να την πάρει. Ώσπου ξαφνικά, ένας δυνατός αέρας τη σήκωσε ψηλά και άρχισε να τη στροβιλίζει. Η Άλμα νόμισε πως τα πνεύματα την μετέφεραν στον Κάτω Κόσμο και πίστεψε ότι ο Σκοτεινός Άρχοντας άκουσε τις προσευχές της.
Ώρες μετά, μπορεί και μέρες, η Άλμα ξύπνησε ξαπλωμένη πάνω σε μια κοιλάδα με δροσερό χορτάρι, ακούγοντας τις μελωδίες των πουλιών και το θρόισμα των φύλλων. Σηκώθηκε και προχώρησε γεμάτη απορία προς ένα πλουσιόσπιτο που είδε στο βάθος. Παρόμοιο παλάτι δεν είχε γνωρίσει ούτε στα παραμύθια, αλλά όσο κι έψαχνε τα δωμάτια δεν έβρισκε ψυχή ζώσα. Μόνο το βράδυ άκουσε μια γλυκιά ανδρική φωνή που της έλεγε λόγια αγάπης. Κι εκείνη τον αγάπησε πολύ και έγινε γυναίκα του. Μάλιστα δέχθηκε και τον όρο του:
-Άλμα μ’ αγαπάς και θες να ζήσουμε μαζί την υπόλοιπη ζωή μας; τη ρώτησε η φωνή.
-Ναι, σ’ αγαπώ και θα έδινα τα πάντα για να ζήσω μαζί σου! απάντησε.
-Τότε θα πρέπει να δεχτείς να μην δεις ποτέ το πρόσωπό μου γιατί τότε θα χωριστούμε για πάντα! της είπε.
Εκείνη δέχτηκε και ο καιρός περνούσε. Ζούσε ευτυχισμένη, όμως, η Άλμα σκεφτόταν τους γονείς της που νόμιζαν πως μεγάλο κακό την βρήκε και έκλαιγε κρυφά. Μια νύχτα ο άντρας της τη ρώτησε γιατί ήταν λυπημένη κι εκείνη του είπε πως νοσταλγούσε τους γονείς της, ότι ήθελε να τους δει έστω για μια φορά, για να τους πει ότι ζει και είναι ευτυχισμένη και πάλι πίσω θα γύριζε. Κι εκείνος που χατίρι δεν της χάλαγε ποτέ της είπε πως θα το κανονίσει. Πόσο καιρό ήθελε ένα μήνα, ένα χρόνο. Κι εκείνη του είπε πως ένας μήνας ήταν αρκετός.
Την άλλη μέρα, καθώς η Άλμα βρισκόταν στον κήπο μια δυνατή ριπή ανέμου τη σήκωσε και την έφερε στο σπίτι των γονιών της.
Εκείνοι τρελάθηκαν απ’ τη χαρά τους γιατί την είχαν ξεγραμμένη. Τους είπε πως ζούσε ευτυχισμένη κι ερωτευμένη.
Αμέσως έστειλαν μήνυμα στις αδελφές να τρέξουν για να δουν την τρίτη, την μικρότερη που ήταν γερή κι ευτυχισμένη.
Πρώτη έφτασε η Σεντιμιέντο και αμέσως μετά η Ρασόν. Την αγκάλιασαν, τη φίλησαν. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως η μικρή τους Άλμα ήταν ευτυχισμένη. Άρχισαν να λένε η καθεμιά πόσο καλά περνούσαν με τους άντρες τους και πόσο όμορφη ήταν η ζωή τους. Και τότε η Άλμα τους αποκάλυψε ότι ποτέ δεν είχε δει το πρόσωπο του άντρα της, αφήνοντάς τες άφωνες.
-Μα είναι δυνατόν να πιστεύεις όσα σου είπε, της έλεγαν.
-Δεν θέλεις να μάθεις αν είναι τέρας πραγματικά; τη ρωτούσαν.
-Έλα καημένη το βράδυ που θα κοιμάται άναψε το λυχνάρι και δες κρυφά το πρόσωπό του. Αυτός δεν θα το ξέρει και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
-Έλα καημένη το βράδυ που θα κοιμάται άναψε το λυχνάρι και δες κρυφά το πρόσωπό του. Αυτός δεν θα το ξέρει και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Πες-πες στο τέλος την έπεισαν. Πέρασε ο καιρός και τότε η Άλμα ξεκίνησε να πάει στο βράχο της σιωπής, για να γυρίσει πίσω στον αγαπημένο της. Πράγματι ο άνεμος τη μετέφερε στο σπίτι της. Διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όσα συνέβησαν στο σπίτι των γονιών της, αλλά παρέλειψε να πει τις κουβέντες με τις αδελφές της.
Το βράδυ, λοιπόν, που ο αγαπημένος της κοιμήθηκε στο πλάι της, εκείνη άναψε το λυχνάρι για να δει το πρόσωπό του. Άφωνη έμεινε από την ομορφιά του και έσκυψε να του δώσει ένα φιλί ξεχνώντας πως στα χέρια της κρατούσε αναμμένο το λυχνάρι. Το λυχνάρι έγειρε και μια σταγόνα λάδι έπεσε στο μάγουλό του. Τα μάτια του άντρα της άνοιξαν.
Το βράδυ, λοιπόν, που ο αγαπημένος της κοιμήθηκε στο πλάι της, εκείνη άναψε το λυχνάρι για να δει το πρόσωπό του. Άφωνη έμεινε από την ομορφιά του και έσκυψε να του δώσει ένα φιλί ξεχνώντας πως στα χέρια της κρατούσε αναμμένο το λυχνάρι. Το λυχνάρι έγειρε και μια σταγόνα λάδι έπεσε στο μάγουλό του. Τα μάτια του άντρα της άνοιξαν.
-Έρωτα, ψέλλισε η Άλμα.
-Δεν μ’ άκουσες, δεν τήρησες την υπόσχεσή σου και τώρα θα ζήσουμε για πάντα χωριστά, της είπε εκείνος και χάθηκε θυμωμένος.
Από τότε τριγυρνά και κρύβεται θυμωμένος για να μην συναντήσει την Άλμα. Εκείνη μόνη κι έρημη περιπλανιέται στον κόσμο ψάχνοντας να βρει τον άγγελο του Έρωτα, για να την μεταφέρει κοντά στον αγαπημένο της…
Από τότε τριγυρνά και κρύβεται θυμωμένος για να μην συναντήσει την Άλμα. Εκείνη μόνη κι έρημη περιπλανιέται στον κόσμο ψάχνοντας να βρει τον άγγελο του Έρωτα, για να την μεταφέρει κοντά στον αγαπημένο της…
Παραδοσιακό παραμύθι των Άνδεων
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
Ευχαριστούμε!!!