Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους. Όταν οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του βασιλιά μεγάλωσαν, αποφάσισαν να φύγουν μακριά. Σε μία χώρα όπου θα έκαναν μεγάλα και σπουδαία κατορθώματα και θα γίνονταν μεγάλοι και τρανοί βασιλιάδες σαν τον πατέρα τους.
Ταξίδεψαν πολύ καιρό και γνώρισαν πολλές χώρες, αλλά δεν κατάφεραν να κάνουν απολύτως τίποτα. Το μόνο πράγμα που είχε απομείνει ήταν να γυρίσουν ξανά στην πατρίδα τους, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελαν με τίποτα να φανταστούν.
Ο μικρότερος γιος του βασιλιά, που το όνομά του ήταν Γουίτλινγκ, είχε μείνει πίσω με τον πατέρα του. Ο καιρός περνούσε και τα αδέρφια του Γουίτλινγκ δε γύριζαν. Έτσι αποφάσισε να πάει εκείνος και να τα βρει.
Μέρες ολόκληρες ταξίδευε με κόπους και περιπέτειες ώσπου κάποια στιγμή τους βρήκε. Όταν τους είπε πως αυτός θα έκανε σπουδαία πράγματα στη ζωή του και θα είχε μεγάλες επιτυχίες, εκείνοι τον θεώρησαν αφελή και γέλασαν μαζί του κοροϊδευτικά. Θεωρούσαν τον εαυτό τους περισσότερο έξυπνο.
Ωστόσο, οι τρεις αδερφοί ξεκίνησαν μαζί το ταξίδι της επιστροφής. Στο δρόμο που πορεύονταν, ξαφνικά, βρήκαν πάνω στο δρόμο τους μία μυρμηγκοφωλιά. Η φωλιά ήταν γεμάτη μυρμήγκια που δούλευαν σκληρά, κουβαλώντας αμέτρητους σπόρους. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί, που αγαπούσαν πολύ τις σκανταλιές, θέλησαν να χαλάσουν τη μυρμηγκοφωλιά. Θα τρόμαζαν τα μυρμήγκια και θα γελούσαν βλέποντάς τα να τρέχουν πάνω κάτω προσπαθώντας να σώσουν τα αυγά τους. Όταν το κατάλαβε αυτό ο Γουίτλινγκ και πριν αυτοί προλάβουν να το κάνουν, τους εμπόδισε:
Αφήστε ήσυχα τα μυρμήγκια. Τι κακό σας έκαναν αυτά τα μικρά πλάσματα του Θεού; Τόσο σκληρόκαρδοι είστε;
Έτσι συνέχισαν την πορεία τους. Ύστερα από πολύ ώρα ο δρόμος τους έβγαλε σε μία λίμνη. Μέσα στα γαλάζια της νερά κολυμπούσαν πολύχρωμες και καμαρωτές πάπιες. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί, που αγαπούσαν πολύ τις κουτοπονηριές, θέλησαν να πιάσουν δύο από αυτές. Θα τις μαγείρευαν και έπειτα θα έκαναν ένα μεγάλο φαγοπότι. Όταν το κατάλαβε ο Γουίτλινγκ και πριν αυτοί προλάβουν να το κάνουν, τους εμπόδισε ξανά λέγοντας:
Έτσι, συνέχισαν να περπατούν. Ώρες ολόκληρες περπατούσαν, ώσπου κάποια στιγμή κουράστηκαν και κάθισαν κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου δέντρου για να ξαποστάσουν. Για μια στιγμή και καθώς σήκωσαν τα μάτια τους ψηλά, είδαν να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους μία μεγάλη μελισσοφωλιά. Χιλιάδες μέλισσες ζουζούνιζαν γύρω από το μέλι που ξεχείλιζε και κυλούσε πάνω στον κορμό του δέντρου. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί, που αγαπούσαν πολύ τις ζαβολιές, θέλησαν και πάλι να κάνουν κάτι πολύ πονηρό. Θα άναβαν φωτιά στη ρίζα του δέντρου και έτσι θα σκόρπιζαν τις μέλισσες από τη μελισσοφωλιά πνίγοντάς τες με καπνό. Ύστερα θα σκαρφάλωναν ψηλά στο κλαδί και θα άρπαζαν όλο το μέλι δίχως κίνδυνο. Μόλις όμως ο Γουίτλινγκ το κατάλαβε και πριν αυτοί προλάβουν να το κάνουν, τους εμπόδισε για τρίτη φορά λέγοντας αγανακτισμένος:
Αφήστε ήσυχες τις μέλισσες. Τι κακό σας έκαναν τα φτωχά αυτά πλάσματα; Θέλουν κι αυτά να ζήσουν.
Αφού ανέκτησαν τις δυνάμεις τους, οι τρεις αδερφοί συνέχισαν το δρόμο τους ξεκούραστοι. Εκεί που περπατούσαν, ο δρόμος, τους έβγαλε μπροστά σε ένα μεγάλο πύργο. Στάθηκαν εμπρός του, όμως πρόσεξαν πως κάτι παράξενο είχε συμβεί σε αυτόν.
Ο πύργος ήταν μαγεμένος και όλα μέσα του είχαν μετατραπεί σε πέτρα. Ακόμη και οι στάβλοι που υπήρχαν τριγύρω του, είχαν μέσα τους πέτρινα άλογα.
Άνοιξαν την πόρτα του πύργου και μπήκαν μέσα. Πέρασαν από πολλά δωμάτια, μα ήταν όλα άδεια.
Στο βάθος ενός μεγάλου διαδρόμου υπήρχε μία μυστηριώδης πόρτα που στη μέση της είχε ένα μικρό άνοιγμα. Έκαναν να την ανοίξουν μα η πόρτα ήταν τριπλά κλειδωμένη. Τα τρία αδέρφια έσκυψαν και έβαλαν τα κεφάλια τους στο μικρό άνοιγμα. Μέσα στο δωμάτιο βρισκόταν, καθισμένος σε ένα τραπέζι, ένας γκριζομάλλης ανθρωπάκος.
Άνοιξαν την πόρτα του πύργου και μπήκαν μέσα. Πέρασαν από πολλά δωμάτια, μα ήταν όλα άδεια.
Στο βάθος ενός μεγάλου διαδρόμου υπήρχε μία μυστηριώδης πόρτα που στη μέση της είχε ένα μικρό άνοιγμα. Έκαναν να την ανοίξουν μα η πόρτα ήταν τριπλά κλειδωμένη. Τα τρία αδέρφια έσκυψαν και έβαλαν τα κεφάλια τους στο μικρό άνοιγμα. Μέσα στο δωμάτιο βρισκόταν, καθισμένος σε ένα τραπέζι, ένας γκριζομάλλης ανθρωπάκος.
Του μίλησαν, όμως εκείνος δεν τους άκουσε. Του ξαναμίλησαν, μα και πάλι δεν έδωσε απάντηση. Την τρίτη φορά σηκώθηκε, πλησίασε την πόρτα, ξεκλείδωσε και βγήκε έξω. Χωρίς να βγάλει λέξη από το στόμα του, πήρε τα τρία αδέρφια και τα οδήγησε σε μία μεγάλη αίθουσα.
Μέσα της υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι πλούσια στρωμένο με όλων των ειδών τα φαγητά και τα ποτά. Αφού έφαγαν και ήπιαν, τους οδήγησε στα υπνοδωμάτιά τους.
Μέσα της υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι πλούσια στρωμένο με όλων των ειδών τα φαγητά και τα ποτά. Αφού έφαγαν και ήπιαν, τους οδήγησε στα υπνοδωμάτιά τους.
Την επόμενη μέρα το πρωί, ο γκριζομάλλης ανθρωπάκος πήρε τον μεγαλύτερο αδερφό και τον οδήγησε κοντά σε ένα πέτρινο τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι ήταν χαραγμένες τρεις οδηγίες. Αν κάποιος κατάφερνε να πραγματοποιήσει με επιτυχία και τις τρεις αυτές οδηγίες, ο μαγεμένος πύργος θα ελευθερωνόταν από τα μάγια.
Σύμφωνα με την πρώτη οδηγία, μέσα στο δάσος κάτω από τα αγριόχορτα, βρίσκονταν σκορπισμένα τα χίλια μαργαριτάρια της βασίλισσας. Αυτός που θα αποφάσιζε να τα μαζέψει, θα έπρεπε να τα μαζέψει όλα και πριν ο ήλιος δύσει και πέσει το σκοτάδι. Αν μέχρι τη δύση του ηλίου έλειπε έστω και ένα μαργαριτάρι, τότε τα μάγια θα έπιαναν και θα μεταμορφωνόταν ο ίδιος του σε πέτρα.
Ο μεγαλύτερος αδερφός πήρε αμέσως την απόφαση να μαζέψει όλα τα μαργαριτάρια. Όλη την ημέρα έψαχνε μέσα στα αγριόχορτα, αλλά μέχρι τη δύση του ήλιου είχε καταφέρει να μαζέψει μόνο εκατό μαργαριτάρια. Στενοχωρημένος γύρισε πίσω στον πύργο και μόλις μπήκε μέσα δίχως όλα τα μαργαριτάρια, μεταμορφώθηκε σε πέτρα.
Ο δεύτερος αδερφός, όταν το είδε αυτό, θέλησε κι αυτός να προσπαθήσει. Βγήκε την επόμενη μέρα στο δάσος και άρχισε και αυτός να ψάχνει για μαργαριτάρια. Από το πρωί μέχρι το βράδυ έψαχνε, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να μαζέψει μόνο διακόσια μαργαριτάρια. Έτσι η κατάρα τον μεταμόρφωσε κι αυτόν σε πέτρα.
Ο Γουίτλινγκ βλέποντας όλο αυτό το κακό που συνέβαινε, πήγε αποφασισμένος την επόμενη μέρα να ψάξει στα αγριόχορτα. Όμως δυστυχώς όσο κι αν αυτός προσπαθούσε, η δουλειά του δεν προχωρούσε και γρήγορα απογοητεύθηκε και αποφάσισε να τα παρατήσει. Βαθιά λυπημένος κάθισε πάνω σε μία πέτρα και άρχισε να κλαίει για τη μοίρα που τον περίμενε.
Καθώς δεν υπήρχε καμία σωτηρία, σαν από θαύμα εμφανίστηκε μπροστά στα πόδια του μια ολόκληρη στρατιά από μυρμήγκια. Δεν άργησε να καταλάβει πως ήταν εκείνα τα μυρμήγκια που κάποτε ο ίδιος του, τους είχε σώσει τη ζωή. Είχαν έρθει για να του ανταποδώσουν το καλό που τους είχε κάνει. Τα μυρμήγκια έπιασαν αμέσως δουλειά και μέσα σε λίγη ώρα κατάφεραν να μαζέψουν και τα χίλια μαργαριτάρια της βασίλισσας. Έτσι, ο Γουίτλινγκ γύρισε πίσω στον πύργο πανευτυχής και έχοντας πραγματοποιήσει την πρώτη οδηγία.
Η δεύτερη οδηγία που ήταν χαραγμένη στο πέτρινο τραπέζι μιλούσε για ένα κλειδί. Μέσα στη λίμνη, κοντά στον πύργο, υπήρχε το κλειδί που άνοιγε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας που κοιμόταν η μικρότερη βασιλοπούλα. Ο Γουίτλινγκ δεν έχασε ευκαιρία. Πλησίασε στη λίμνη και μόλις τον είδαν οι πάπιες τον αναγνώρισαν. Ήταν οι πάπιες που τους είχε σώσει τη ζωή. Τον χαιρέτησαν και βούτηξαν βαθιά στα γαλάζια νερά και του έφεραν αμέσως το κλειδί που ζητούσε. Έτσι κατάφερε να πραγματοποιήσει και τη δεύτερη οδηγία.
Η τρίτη και τελευταία οδηγία ήταν και η δυσκολότερη. Μέσα στην κρεβατοκάμαρα κοιμόντουσαν τρεις βασιλοπούλες. Ο Γουίτλινγκ έπρεπε να βρει ποια από αυτές ήταν η πιο μικρή και πιο όμορφη. Όμως κανείς δε μπορούσε να την αναγνωρίσει. Γιατί και οι τρεις βασιλοπούλες, βυθισμένες σε βαθύ ύπνο, έμοιαζαν καταπληκτικά μεταξύ τους. Μόνο από ένα πράγμα μπορούσε να μαντέψει. Πριν να κοιμηθούν, η μεγαλύτερη βασιλοπούλα είχε φάει ένα κομμάτι ζάχαρη, η μεσαία λίγο σιρόπι και η μικρότερη ένα κουταλάκι μέλι. Έπρεπε λοιπόν να ανακαλύψει ποια από τις τρεις είχε φάει το κουταλάκι με το μέλι.
Ο Γουίτλινγκ κοίταξε τις τρεις βασιλοπούλες, όμως όσο καλά κι αν τις κοιτούσε, δεν ήξερε ποια από τις τρεις έπρεπε να διαλέξει. Όμως η τύχη του και η καλή του ψυχή δεν τον άφησαν αβοήθητο. Ξαφνικά πέταξε στο δωμάτιο μία μέλισσα. Ήταν η βασίλισσα της μελισσοφωλιάς που ο Γουίτλινγκ είχε σώσει από τις πονηριές των αδερφών του. Η βασίλισσα έκανε μερικούς κύκλους πάνω από τα κεφάλια των τριών κοριτσιών, πλησίασε τα χείλη τους και με μεγάλη σιγουριά προσγειώθηκε στο μέτωπο της μικρότερης βασιλοπούλας. Τότε το βασιλόπουλο κατάλαβε ποια κοπέλα έπρεπε να επιλέξει.
Πλησίασε τη μικρή βασιλοπούλα, την άγγιξε και τότε ευθύς τα μάγια λύθηκαν! Ο μαγεμένος πύργος άρχισε και πάλι να παίρνει ζωή. Βασιλιάδες και βασίλισσες, υπηρέτες και αυλικοί, όλοι ξύπνησαν από τον πέτρινο ύπνο τους και μεμιάς όλα ξαναζωντάνεψαν.
Χωρίς να χάσουν χρόνο, ο Γουίτλινγκ παντρεύτηκε τη μικρότερη και πιο όμορφη από τις τρεις βασιλοπούλες και, ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, πήρε ο ίδιος του το θρόνο και έγινε μεγάλος και τρανός βασιλιάς. Όσο για τους δύο μεγαλύτερους αδερφούς του, η μοίρα τους πάντρεψε με τις δύο αδερφές της μικρής βασιλοπούλας και από τότε έζησαν και βασίλεψαν στο παλάτι όλοι τους ειρηνικά και ευτυχισμένοι!
Για περισσότερα παραμύθια κάντε LIKE στη σελίδα στο FB!!! |
Παραμύθι των αδερφών Grimm
paramythades.org
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου