Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας γέρος μυλωνάς με τα τρία παιδιά του. Ήρθε ο καιρός και ο μυλωνάς αρρώστησε βαριά και πέθανε. Όταν άνοιξαν τη διαθήκη του είδαν ότι στο μεγαλύτερο γιο του άφηνε το μύλο του, στο δεύτερο γιο άφηνε τον γάιδαρό του και στον μικρότερο γιο άφηνε… μόνο τον γάτο του!
Ο μικρός γιος του μυλωνά έπεσε τότε σε βαθιά απελπισία. Πώς θα μπορούσε να ζήσει χωρίς το μύλο και το γάιδαρο; Δεν ήξερε καμιά δουλειά να κάνει και σίγουρα θα πέθαινε από την πείνα.
Ο γάτος όμως που κληρονόμησε από τον πατέρα του δεν ήταν σαν τους συνηθισμένους γάτους που γνωρίζουμε. Ήταν πολύ έξυπνος και μιλούσε ανθρώπινα.
-Αφεντικό, μην απελπίζεσαι, είπε στο νεαρό αφεντικό του, που καθόταν έξω από το μύλο κι έκλαιγε με μαύρο δάκρυ.
-Πώς να μην απελπίζομαι; του απάντησε εκείνος. Πώς θα ζήσω τώρα που πέθανε ο πατέρας μου; Δεν ξέρω να κάνω τίποτε.
-Έχε μου εμπιστοσύνη αφεντικό και θα δεις ότι η τύχη σου δεν είναι τόσο κακή. Το μόνο που ζητάω από εσένα είναι ένα ζευγάρι μπότες και ένα σακί.
Ο νεαρός, μη ξέροντας τι άλλο να κάνει, έδωσε στο γάτο ό,τι ζήτησε και αυτός τον χαιρέτησε κι έφυγε.
Χωρίς να χάσει ούτε στιγμή, ο γάτος πήγε στην εξοχή. Κρύφτηκε σε ένα λιβάδι και περίμενε υπομονετικά. Λίγη ώρα αργότερα είδε να ξεπροβάλλει ένα κουνέλι. Το άφησε να πλησιάσει και ξαφνικά έδωσε ένα σάλτο και το γράπωσε! Το έκλεισε τότε σ’ ένα μικρό τσουβάλι και πήγε κατευθείαν στο παλάτι του βασιλιά.
-Αφήστε με να δω το βασιλιά, παρακάλεσε το φρουρό του παλατιού. Του φέρνω ένα ωραίο δώρο!
Ο φρουρός τον άφησε και σε λίγο ο γάτος μπήκε στο παλάτι και παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά και τη βασίλισσα.
-Μου είπαν ότι μου φέρνεις ένα δώρο, είπε ο βασιλιάς. Τι δώρο είναι;
-Ένα μεγάλο και παχύ αγριοκούνελο, βασιλιά μου!
Ο βασιλιάς καταχάρηκε.
-Μπράβο, είναι πολύ καλό το δώρο σου, του είπε. Θα το δώσω στο μάγειρα να μου το ετοιμάσει για το μεσημέρι. Αλλά ποιος μου το στέλνει το κουνέλι;
-Ο κύριός μου, μεγαλειότατε.
-Και… ποιος είναι ο κύριός σου;
-Ο μαρκήσιος του Καράμπα, του απάντησε ο πονηρός γάτος.
-Δεν έχω ξανακούσει το όνομά του, είπε ο βασιλιάς ύστερα από λίγη σκέψη.
-Είναι πολύ πλούσιος ο κύριός μου, μεγαλειότατε. Πλούσιος, νέος και όμορφος.
-Να του πεις ότι τον ευχαριστώ πολύ και θα ‘θελα να τον γνωρίσω.
-Θα τον γνωρίσετε σύντομα μεγαλειότατε.
Και αφού έκανε μια βαθιά υπόκλιση ο γάτος βγήκε από το παλάτι χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια του!
Ο πονηρός γάτος συνέχισε τους επόμενους μήνες να πηγαίνει δώρα στον βασιλιά και κάθε φορά έλεγε στο βασιλιά ότι τα στέλνει ο μαρκήσιος του Καράμπα.
Μετά από μερικούς μήνες ο Παπουτσωμένος Γάτος έμαθε ότι ο βασιλιάς αποφάσισε να κάνει μια βόλτα έξω από την πόλη. Τότε, πήγε γρήγορα στο αφεντικό του και τον παρακάλεσε να βγάλει τα ρούχα του και να μπει στο ποτάμι που περνούσε δίπλα από το δρόμο που θα περνούσε ο βασιλιάς.
Ο νεαρός έκανε αυτό που του είπε ο γάτος και τότε ο γάτος πήρε τα ρούχα του αφεντικού του και τα έκρυψε κάτω από μια πέτρα.
-Να θυμάσαι, είπε ο γάτος στο γιο του μυλωνά, ότι σε λένε μαρκήσιο του Καράμπα. Για όλα τα άλλα μην φοβάσαι, θα φροντίσω εγώ.
Όταν πλησίασε η συνοδεία του βασιλιά ο Παπουτσωμένος Γάτος πετάχτηκε στην μέση του δρόμου και άρχισε να φωνάζει βοήθεια.
-Τι συμβαίνει; είπε ο βασιλιάς.
-Αχ βασιλιά μου, στον κύριό μου, τον μαρκήσιο του Καράμπα, επιτέθηκαν ληστές, του έκλεψαν τα ρούχα και τον έριξαν μέσα στο ποτάμι, είπε ο πονηρός γάτος.
Τότε ο βασιλιάς έδωσε εντολή να βγάλουν από το ποτάμι το νεαρό και να τον ντύσουν με τα καλύτερα ρούχα. Μετά τον πήρε μαζί του στην άμαξα και συνέχισαν μαζί τη βόλτα.
Όμως πάνω στην άμαξα του βασιλιά ήταν και η πανέμορφη κόρη του, που μόλις είδε τον μαρκήσιο του Καράμπα ντυμένο όμορφα τον ερωτεύτηκε αμέσως.
Καθώς η βόλτα του βασιλιά συνεχίζονταν, ο Παπουτσωμένος Γάτος έτρεξε μπροστά από τη συνοδεία του βασιλιά. Σ’ ένα λιβάδι βρήκε μερικούς χωρικούς να κόβουν το σανό.
-Ακούστε, τους παρακάλεσε, σε λίγη ώρα θα περάσει από εδώ ο βασιλιάς. Αν σας ρωτήσει τίνος είναι τα λειβάδια, να του πείτε πως ανήκουν στον μαρκήσιο του Καράμπα.
-Μα… γιατί; απόρησαν εκείνοι.
-Κάνετέ μου σας παρακαλώ τη χάρη και μη ρωτάτε. Έχω το λόγο μου. Δεν πρόκειται να σας στοιχίσει τίποτε αυτό που σας ζήτησα.
Λίγο πιο κάτω, βρήκε άλλους χωρικούς που θέριζαν το σιτάρι τους. Ζήτησε και από αυτούς το ίδιο:
-Αν σας ρωτήσει ο βασιλιάς τίνος είναι τα χωράφια με το σιτάρι, να του πείτε πως είναι του μαρκήσιου του Καράμπα.
Έτσι και έγινε. Όταν έφτασε ο βασιλιάς στα λιβάδια και ρώτησε σε ποιόν ανήκουν, οι χωρικοί του απάντησαν πως ανήκουν στον μαρκήσιο του Καράμπα. Το ίδιο του απάντησαν και οι χωρικοί που θέριζαν το σιτάρι.
-Πολύ ωραία τα κτήματά σου, είπε ο βασιλιάς στον μαρκήσιο του Καράμπα. Θα πρέπει να είσαι πολύ πλούσιος.
Ο Παπουτσωμένος Γάτος, στο μεταξύ, παρακολουθούσε από μακριά τη βασιλική συνοδεία και συνέχισε τα πονηρά του σχέδια. Έτρεξε γρήγορα-γρήγορα σε ένα μεγάλο πύργο που ήταν παρακάτω. Σ’ αυτό τον πύργο έμενε ένας πελώριος κακός γίγαντας, που μπορούσε να παίρνει τις μορφές διάφορων ζώων. Ο γίγαντας ήταν πάρα πολύ πλούσιος και όλα τα κτήματα μέσα από τα οποία περνούσε ο βασιλιάς ήταν δικά του.
Μια και δυο ο γάτος χτυπάει την πόρτα του πύργου και παρουσιάζεται μπροστά στο γίγαντα.
-Τι θέλεις εδώ; τον ρώτησε αγριεμένος ο γίγαντας.
-Έμαθα ότι είσαι μάγος και μπορείς να παίρνεις την μορφή όποιου ζώου θέλεις, του είπε ο γάτος.
- Και βέβαια είμαι.
-Εγώ δεν το πιστεύω.
Και τότε ο γίγαντας, για να κάνει τον γάτο να τον πιστέψει, μεταμορφώθηκε σε ένα πελώριο λιοντάρι.
-Ω, έκανε ο γάτος και παρίστανε τον εντυπωσιασμένο. Αναρωτιέμαι όμως, είπε πονηρά, αν μπορείς να μεταμορφώσεις τον εαυτό σου σε κάτι μικρό, ας πούμε σε μικρό ποντικάκι.
- Και βέβαια, απάντησε ο γίγαντας και αμέσως μεταμορφώθηκε σε ποντικάκι.
Τότε ο πονηρός γάτος τον άρπαξε αμέσως και τον έκανε μια χαψιά!
Λίγη ώρα αργότερα η βασιλική συνοδεία έφτασε στον πύργο. Ο Παπουτσωμένος Γάτος άνοιξε την πόρτα και καλωσόρισε τον βασιλιά στον πύργο του μαρκήσιου του Καράμπα. Ο βασιλιάς έμεινε ενθουσιασμένος από τα πλούτη του μαρκήσιου και αμέσως του πρότεινε να παντρευτεί την κόρη του. Ο γιος του μυλωνά που είχε γοητευτεί από την όμορφη πριγκίπισσα δέχτηκε και σε λίγες μέρες έγινε ο γάμος τους.
Και έτσι, ο Παπουτσωμένος Γάτος κατάφερε να βοηθήσει τον κύριό του, όπως του είχε υποσχεθεί και από την ημέρα εκείνη έζησαν και οι δύο αχώριστοι και ευτυχισμένοι στον νέο τους πύργο.
Μάλιστα, ο γάτος από εδώ και στο εξής ντυνόταν με τα ομορφότερα ρούχα, ενώ ο… μαρκήσιος του Καράμπα, όπως έλεγαν τώρα πια το νεαρό γιό του μυλωνά, είχε στην υπηρεσία του έναν ειδικό μάγειρα για να μαγειρεύει νόστιμους μεζέδες για τον Παπουτσωμένο Γάτο.
Και ο γάτος άξιζε αυτή την φροντίδα και με το παραπάνω!
Ο πανούργος "παπουτσωμένος γάτος", ένα γαλλικό παραμύθι του 1697, από τον Σαρλ Περό (Charles Perrault)
Πηγή: paixnidokouto.gr