Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα σπιτάκι στην εξοχή, είχαν φτιάξει τη φωλιά τους, δυο γερο-ποντικοί.
Ήταν δύο ποντικοί, ο ένας μαύρος και ο άλλος γκρίζος, που, είχαν περάσει πολλά στη ζωή τους, και τώρα πια, στα γεράματά τους το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να τριγυρίζουν εδώ και εκεί, ψάχνοντας να βρουν κανένα εκλεκτό μεζέ να ροκανίσουν.
Μόνη τους έννοια πάλι ήταν να μη πέσουν στα κοφτερά νύχια του μαύρου γάτου, που έμενε στο ίδιο σπίτι, και το είχε βάλει σκοπό της ζωής του να βουτήξει τους δύο γερο-ποντικούς.
Μα, όπως το είπαμε κιόλας, οι δύο ποντικοί, ήξεραν πολλά - πολλά πράγματα και έτσι, όλο και κατόρθωναν και ξεγλυστρούσαν από το γάτο και χώνονταν στις φωλιές τους, που ήταν η μια απέναντι από την άλλη, στη βάση των τοίχων του σπιτιού.
Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που οι ποντικοί μας, ο καθένας στη τρύπα του, ξεκουράζονταν, απλώθηκε ξαφνικά στον αέρα, μια υπέροχη μυρωδιά τυριού.
Οι ποντικοί, τινάχτηκαν, έβγαλαν το κεφάλι από τη φωλιά τους και… τι να δουν! Στη μέση ακριβώς του δωματίου είχε πέσει ένα κομμάτι τυρί, το μεγαλύτερο κομμάτι τυρί, που είχαν δει ποτέ στη ζωή τους.
Τρέχοντας, βρέθηκαν και οι δύο την ίδια στιγμή δίπλα στο τυρί και άπλωσαν το χέρι για να το πιάσουν.
"Φύγε από δω", τσίριξε ο γκρίζος ποντικός.
"Τι μας λες! Εσύ να φύγεις", απάντησε ο μαύρος.
"Εγώ το είδα πρώτος", φώναξε ο γκρίζος.
"Εγώ, όμως το μύρισα πρώτος", ούρλιαξε ο άλλος.
Και έστησαν έναν άγριο καυγά γύρω από το τυρί, χωρίς ούτε για μια στιγμή να σκεφτούν οι ανόητοι πως το τυρί έφτανε για να χορτάσουν όχι ένας, όχι δύο αλλά δέκα ποντικοί.
Και συνέχισαν να μαλώνουν τσιρίζοντας και φωνάζοντας και ήταν τόσο άγριος ο καυγάς τους που, ούτε που πήραν καθόλου χαμπάρι, το μεγάλο μαύρο γάτο, που, πλησίασε σιγά-σιγά, άπλωσε τα μακριά του νύχια και…χραπ! μάγκωσε επιτέλους τους δύο γερο-ποντικούς.
Γιατί, αν είχαν μοιραστεί το τυρί, τώρα θα ζούσαν κι οι δύο χορτάτοι κι ευτυχισμένοι.
Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας!
olagiatapaidia.wordpress.com
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου