Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάσχα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάσχα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ΡΟΖΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΑΥΓΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Μια φορά κι έναν καιρό, πέρα απ’ τους λόφους και τα σύνορα της φαντασίας, σε ένα λιβάδι που μοσχοβολούσε ευτυχία, ζούσε ένα μικρό κουνέλι με το όνομα Ροζαλία.

ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ


Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες*, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθῇ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ, ἀλλ᾽ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον* καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.

Ο ΑΛΙΒΑΝΙΣΤΟΣ


Ἀφοῦ ἐβάδισαν ἐπί τινα ὥραν, ἀνὰ τὴν βαθεῖαν σύνδενδρον κοιλάδα, ἡ θεια-Μολώτα, κ᾽ ἡ Φωλιὼ τῆς Πέρδικας, κ᾽ ἡ Ἀφέντρα τῆς Σταματηρίζαινας, τέλος ἔφθασαν εἰς τὸ Δασκαλειό. Αἱ τελευταῖαι ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ἐχρύσωναν ἀκόμη τὰς δύο ράχεις, ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κοιλάδος. 

Η ΑΚΛΗΡΗ


Βέβαια, ἡ τύχη της τὸ εἶχε κοντὰ εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα βάσανά της, νὰ εὑρεθῇ καὶ τὸ σπίτι της αὐτό, ὅπου ἐκατοικοῦσεν, εἰς μέρος τόσον παράμερον, καὶ τόσον ξανοιχτὸν συνάμα· σιμὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, κατέναντι εἰς μικρὰν πλατεῖαν, καὶ ἀνάμεσα εἰς δύο ἐργαστήρια, τὸ ἓν σιδηρουργεῖον, τὸ ἄλλο βαρελάδικον. Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ διάφορα μέρη ἦσαν ὡς κυψέλαι, ὡς σφηκοφωλεαί, ὅπου ἐμαζώνοντο καθημερινῶς ὅλες «οἱ κλῆρες»* τῆς γειτονιᾶς καὶ τοῦ χωρίου, κ᾿ ἐθορυβοῦσαν, κ᾿ ἐχαλνοῦσαν τὸν κόσμον.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ


Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδέ ποτε καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου. Τὴν ἐκάλουν κοινῶς Σαραντανού, καὶ πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ ἐπίθετον τοῦτο τῇ ἀπεδόθη, διότι δῆθεν εἶχεν ἴσον μὲ σαράντα γυναικῶν νοῦν, ὅπερ δὲν ἐνομίζετο ὑπερβολή. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγον ὅτι ἡ λέξις ἐσχηματίσθη κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ Σαραντανοννού, ἤτοι νοννὰ μὲ σαράντα βαπτιστικούς.

Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ


― Θὰ πανδρευθῆτε, παιδιά, ἢ νὰ πανδρευτῶ;

Τοιαύτην τινὰ νουθεσίαν μετ᾽ ἀπειλῆς ἀπηύθυνεν ἐπανειλημμένως εἰς τοὺς δύο υἱούς του ὁ γερο-Σαράντος, πάρεδρος τοῦ ὡραίου καὶ μαγευτικοῦ χωρίου, γέρων ἑξηνταπέντε ἐτῶν, μὲ κόκκινα μάγουλα καὶ μὲ σιδηρᾶν ὑγείαν. 

ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ


― Μάινα* κόντρα-φλόκο*! σβέλτα! Μάινα μπαμπαφίγκο*! Μάινα ὄξου-φλόκο! Μπρούλια* ράντα*! μπρούλια μαΐστρα*! μπρούλια τρίγκο*.

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ


- Δὲ μ᾿ λὲς Σαραφιανέ, τί κάνουν ἐκεῖνα τὰ μ᾿λάρια τ᾿ Γιάννη τ᾿ Ἀργαστιώτη;

Τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν ἀπηύθυνε περιοδικῶς ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος εἰς τὸν Σαραφιανόν, τὸν φαιδρὸν καὶ ἀνοικτόκαρδον καταστηματάρχην τοῦ ὡραίου, σχεδὸν ἐξοχικοῦ μαγαζιοῦ, τοῦ γερω-Θωμαδάκη. Ὁ γέρων ἦτο πατὴρ τοῦ Σαραφιανοῦ καὶ ὡς μαγαζὶ ἐχρησίμευεν ὅλον σχεδὸν τὸ ὑπόγειον τῆς εὐρυχώρου οἰκίας, συνεχομένης μὲ μέγα κῆπον καὶ αὐλήν, παρὰ τὴν ἐσχατιὰν τοῦ χωρίου, καὶ ἐχούσης πρὸ αὐτῆς μικρὰν πλατεῖαν μὲ δύο τεραστίας πλατυφύλλους μορέας.

ΣΤΗΝ ΑΓΙ-ΑΝΑΣΤΑΣΑ


Πέντε ἄνδρες εἶχον κατέλθει εἰς τὸ Πρυΐ, μίαν Κυριακὴν τοῦ Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1875, καὶ ἐκ τῶν πέντε τούτων οἱ τρεῖς ἦσαν ἀρχαιολόγοι μὲ δίοπτρα. Ἀλλ᾽ ἐκ τῶν τριῶν, ὁ πρῶτος ἀπεφαίνετο ὅτι τὸ σωζόμενον ἐκεῖ ἐρείπιον ἦτο ναὸς εἰδωλολατρικός, ὁ δεύτερος ἰσχυρίζετο ὅτι ἦτο χριστιανικὴ ἐκκλησία, ἂν δὲν ἦτο βαλανεῖον ρωμαϊκόν, καὶ ὁ τρίτος ἐπέμενεν ὅτι ἦτο, τὸ πολύ, ἀρχοντικὸν μέγαρον, ἤτοι πύργος βενετικός, ἐπικαλούμενος ὑπὲρ τῆς γνώμης του καὶ τὸ ὄνομα Πρυΐ, ὅπερ ἔλεγε σχηματισθὲν ἐκ τοῦ Πυργί, κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων. 

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



Μὲ εἶχε καλέσει ὁ γενναῖος φίλος μου, ὁ κὺρ Στέφανος Μ., εἰς τὴν οἰκίαν του τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, διὰ νὰ συμφάγωμεν τὴν ὥραν τοῦ προγεύματος περὶ τὰς δέκα, ἀπὸ συγκατάβασιν καὶ εὐσπλαγχνίαν, διὰ νὰ κάμω κ᾿ ἐγὼ μετὰ τόσα χρόνια... Πάσχα οἰκιακόν, ἔρημος καὶ ξένος στὰ ξένα. 

ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙ


Τάχα δὲν ἦτον οἰκοκυρὰ κι αὐτὴ στὸ σπίτι της καὶ στὴν αὐλήν της; Τάχα δὲν ἦτο κι αὐτή, ἕναν καιρόν, νέα μὲ ἀνατροφήν; Εἶχε μάθει γράμματα εἰς τὰ σχολεῖα. Εἶχε πάρει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ Ἀρσάκειον.

ΠΑΣΧΑ ΡΩΜΕΪΚΟ


Ὁ μπαρμπα-Πύπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, εἶχεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων καὶ μεγεθῶν, ὅλα ἐκ παλαιοῦ χρόνου καὶ ὅλα κατακαίνουργια, τὰ ὁποῖα ἐφόρει ἐκ περιτροπῆς μετὰ τοῦ εὐπρεποῦς μαύρου ἱματίου του κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὁπόταν ἔκαμνε δύο ἢ τρεῖς περιπάτους ἀπὸ τῆς μιᾶς πλατείας εἰς τὴν ἄλλην, διὰ τῆς ὁδοῦ Σταδίου. 

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟΥ ΑΥΓΟΥ

Μια αχνή, γαλήνια αυγή ξύπνησε το Δάσος των Λουλουδιών, και κάθε γωνιά του ήταν γεμάτη από χρώματα, τραγούδια πουλιών και απαλές μυρωδιές. Όμως, φέτος, κάτι δεν πήγαινε καλά. Η μαγεία του Πάσχα, που συνήθως γέμιζε τον αέρα και τους ουρανούς του δάσους με μια ανεξήγητη ζωντάνια, ήταν κάπως αχνή, λες και κάτι της έλειπε. Στην καρδιά του δάσους, το φως φαινόταν να έχει εξασθενήσει και ο αέρας είχε χάσει την ελαφρότητά του.

ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΣΤΗ ΓΗ

Μια αχτίδα φωτός, μικρή και λαμπερή σαν σκόνη από αστερόσκονη, έπεσε από τον ουρανό τη νύχτα της Ανάστασης, φέρνοντας μαζί της τον ψίθυρο της αγάπης και της ελπίδας που αναγεννιόταν στη γη. Σαν να είχε πέσει από την αγκαλιά του ίδιου του Θεού, το αστέρι στριφογύρισε απαλά στον αέρα, αφήνοντας πίσω του μια διαδρομή φωτός. Όταν τελικά έφτασε στη γη, κατέληξε σε ένα λιβάδι γεμάτο με πασχαλιές και ανοιξιάτικα λουλούδια που λικνίζονταν απαλά στον αέρα, σαν να χόρευαν στους ήχους της άνοιξης. Η νύχτα ήταν γεμάτη με την ευωδιά του γιασεμιού και τη γλυκιά μυρωδιά της βροχής που είχε πέσει λίγες ώρες πριν.

Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Σε ένα μικρό χωριό, κρυμμένο ανάμεσα στα βουνά, υπήρχε ένας κήπος που κανείς δεν είχε δει ποτέ. Ήταν ο Κήπος της Ανάστασης, ένα μυστικό μέρος που μόνο οι πιο ευσεβείς ψυχές μπορούσαν να τον βρουν. Κάθε χρόνο, την ημέρα του Πάσχα, ο ήλιος ανέβαινε ψηλά στον ουρανό και το φως του έριχνε χρυσά αστέρια πάνω στους λουλουδοστόλιστους δρόμους του χωριού. Όλα τα παιδιά περίμεναν με ανυπομονησία την πιο μαγική στιγμή του χρόνου.

Η ΜΑΓΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΠΤΗΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΑΚΙΝΘΗΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν κρυμμένο από τον κόσμο κήπο, υπήρχε ένα μέρος τόσο όμορφο που κανείς δεν μπορούσε να το φανταστεί. Εδώ, τα λουλούδια δεν ήταν απλώς λουλούδια, αλλά μαγικές δημιουργίες που έλαμπαν υπό το φως του φεγγαριού και χόρευαν στον αέρα όπως χρωματιστά αστέρια. Κάθε χρόνο, την Κυριακή του Πάσχα, όταν η άνοιξη φορούσε τα πιο όμορφά της ρούχα, τα λουλούδια άνθιζαν και οι σπόροι τους πετούσαν στον αέρα σαν χρυσές πεταλούδες που ξαφνικά γίνονταν φωτεινά αστέρια, απλώνοντας φως σε κάθε γωνιά του κόσμου.

ΤΟ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΑΥΓΟ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πανέμορφη κοιλάδα που ήταν γεμάτη από μαγικά λουλούδια και μυστικά δάση, ζούσαν πολλά ζωάκια που είχαν κάτι ιδιαίτερο: την ικανότητα να επικοινωνούν με τον άνεμο και τα αστέρια. Κάθε άνοιξη, η κοιλάδα ζωντάνευε με απίστευτα χρώματα και αρώματα, καθώς τα λουλούδια ανοίγονταν σε χορό και τα δέντρα τραγουδούσαν στους ανέμους. Και κάθε χρόνο, το Πάσχα ήταν η πιο μαγική περίοδος, όταν τα ζωάκια είχαν τη δική τους ξεχωριστή παράδοση: να δημιουργούν το πιο φαντασμαγορικό πασχαλινό αυγό, γεμάτο από μυστικά και εκπλήξεις.

Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ


Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
Όλοι, μικροί, μεγάλοι, ετοιμαστείτε·
Mέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
Mε το φως της χαράς συμμαζωχτείτε·

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ


Αναμνήσεις
Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν (καὶ) δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΛΥΠΕΣ


Eκείνο το πρωί που ο πατέρας κι η μητέρα γύρισαν απ’ το ταξίδι, ήμαστε έξω στο δρόμο και παίζαμε με τ’ άλλα τα παιδιά.