Ο ΚΟΝΤΟΡΕΒΙΘΟΥΛΗΣ
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας καλαθοποιός με την γυναίκα του, που είχανε επτά γιους αλλά κάθε παιδί που γεννιόταν ήτανε μικρότερο από το προηγούμενο. Όταν γεννήθηκε το μικρότερο δεν ξεπερνούσε κατά πολύ το μέγεθος του ρεβιθιού και όλοι το φώναζαν Κοντορεβιθούλη. Αν και με τον καιρό μεγάλωσε λίγο δεν αναπτύχθηκε πάρα πολύ, ήταν όμως τόσο έξυπνος και τόσο ετοιμόλογος που ξεπερνούσε κατά πολύ τα αδέρφια του.
Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΝΑΝΟΣ
Ο γίγαντας ήταν όπως όλοι οι γίγαντες του κόσμου ψηλός, ψηλός πολύ ψηλός, τεράστιος, με μεγάλη δύναμη, με κάτι πόδια νααα, ως εκεί πάνω. Με χέρια μεγάλα σαν φτυάρια. Ο νάνος ήταν και αυτός όπως όλοι οι νάνοι του κόσμου. Κοντός, κοντούλης ανθρωπάκος με τόσα δα χέρια και πόδια. Ούτε ως το γόνατο του γίγαντα δεν έφτανε. Ήταν όμως έξυπνος, πονηρός και πεισματάρης. Αν έβαζε στο νου του να κάνει κάτι, το έκανε οπωσδήποτε με κάθε τρόπο, καλό ή κακό.
Η ΠΕΤΡΟΣΟΥΠΑ
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριουδάκι, πολύ μακριά από δω, μεγάλη συμφορά βρήκε τους κατοίκους. Εξαφανίστηκαν όλα τα ψάρια της θάλασσας και οι άνθρωποι δεν είχαν να φάνε. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει που πήγαν τόσα ψάρια. Οι ψαράδες του χωριού τα είχαν βάψει μαύρα που γύρναγαν στο σπιτικό τους κάθε βράδυ με άδεια χέρια! Οι κάτοικοι είχαν απελπιστεί και… πεινούσαν.
Ο ΑΛΗ ΜΠΑΜΠΑ ΚΑΙ ΟΙ 40 ΚΛΕΦΤΕΣ
Ο ΠΕΙΡΑΤΗΣ ΧΡΥΣΟΔΟΝΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πειρατής, κάπως διαφορετικός από τους άλλους πειρατές. Τον έλεγαν Χρυσοδόντη, γιατί είχε ένα δόντι χρυσό που γυάλιζε κάθε φορά που γελούσε. Αυτός ο πειρατής είχε κι ένα ξύλινο πόδι, επειδή έχασε το δικό του σε μια μάχη. Ο Χρυσοδόντης όμως δεν ήταν άγριος πειρατής σαν τους υπόλοιπους και γι' αυτό οι άλλοι πειρατές δεν του μιλούσαν.
Η ΜΙΚΡΗ ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΟΤΑ
ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ
Αναμνήσεις
Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν (καὶ) δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:
Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν (καὶ) δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον: