ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ


Ο δρόμος της Εθνικής ήταν γεμάτος αυτοκίνητα. Δεξιά κι αριστερά, όλα τα χωράφια, όπου κι αν έβλεπε το μάτι σου, ήταν καταπράσινα και λουλουδιασμένα. Ήταν, βλέπεις, άνοιξη…


Ανάμεσα στα αυτοκίνητα, ήταν και τρία μεγάλα φορτηγά που έτυχε να βρεθούν σχεδόν πλάι πλάι, καθώς πλησίαζαν στα διόδια. Το ένα είχε στην καρότσα του αρνιά, το άλλο κοτοπουλάκια, που μόλις είχαν βγάλει εκείνο το κίτρινο χνούδι, και το τρίτο είχε μια καρότσα γεμάτη κατακόκκινες ντομάτες. 


-Μακάρι να μπορούσαμε να το σκάσουμε από δω… Ξέρω, Πάσχα έρχεται, στη σούβλα θα καταλήξουμε, αναστέναξε η Σγουρομάλλα, ένα αρνάκι που ήταν – δεν ήταν τριών μηνών και κοίταξε από τη χαραμάδα του μουσαμά που σκέπαζε την καρότσα, το διπλανό φορτηγό με τα κοτοπουλάκια.

-Έι! Ψιτ! Για πού το βάλατε εσείς; φώναξε η Σγουρομάλλα σε ένα κοτοπουλάκι που κοιτούσε προς το μέρος της. 


-Κάθε Πάσχα, μας πηγαίνουν στη λαϊκή για να μας πουλήσουν. Θα μας κάνουν δώρο στα παιδιά, για να μη μας βλέπουν μόνο στις ζωγραφιές! φώναξε ένα κοτοπουλάκι, η Κιτρινούλα, ανάμεσα στα τόσα “τσίου τσίου” από τα υπόλοιπα πουλάκια. 

-Ε, τότε, καλύτερα να μην ερχόταν αυτό το Πάσχα. Έτσι θα γλιτώναμε κι εμείς, αναστέναξε η Σγουρομάλλα, κι αμέσως ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα! 


Τα δύο φορτηγά συγκρούστηκα! Την ίδια στιγμή, βρέθηκαν κάτω από την καρότσα, καταμεσής της Εθνικής, αρνιά, κοτόπουλα, ντομάτες γερές, ντομάτες που είχαν γίνει πελτές. Και το κοτοπουλάκι, ανάμεσα σε όλα αυτά, να κοιτά γύρω του σαστισμένο και φοβισμένο. 

-Έλα! Γρήγορα, όσο είναι καιρός! είπε η Σγουρομάλλα και χαμήλωσε την πλάτη της, ανέβηκε πάνω το κοτοπουλάκι, κι όπου φύγει φύγει. 

Έτρεχαν, έτρεχαν, μέχρι που δεν άκουγαν πια τα “σβιιιν” των αυτοκινήτων. Τους βρήκε το βράδυ, να τρέμουν από το φόβο τους, κολλημένοι ο ένας επάνω στον άλλο, κάπου ανάμεσα σε ξερολιθιές και θάμνους. 



-Να είχα τη μαμά μου… ψέλλισε η Σγουρομάλλα.

-Θέλεις να γίνω εγώ η μαμά σου; σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε η Κιτρινούλα. 

-Μα εσύ είσαι τόσο μικρούλα…

-Ε, και λοιπόν, τι πειράζει; Ξέρω να λέω παραμύθια. Θα σου χαϊδεύω και τα πούπουλα, όπως μου έκανε η μαμά μου λίγο πριν κοιμηθώ.

-Μα εγώ δεν έχω πούπουλα.

-Ε, και λοιπόν, τι πειράζει; χαμογέλασε η Κιτρινούλα και με ένα φτερούγισμα βρέθηκε πάνω στο κεφάλι της Σγουρομάλλας. 


Κι άρχισε να ψιθυρίζει παραμύθια. Παραμύθια ονειρεμένα. Και της ανακάτευε με το ράμφος τα σγουρά μαλλιά, κι ο Φόβος έφευγε κι ο Ύπνος ερχόταν μαζί με τις κόρες του, ντυμένες με τα χρώματα της νύχτας και των λαμπερών αστεριών… 

Χόρευαν με τις ώρες οι πανέμορφες κόρες της νύχτας και του φεγγαριού, μέχρι που συναντήθηκαν με τις ροδομάγουλες, ζωηρές κόρες της ημέρας.

-Και τώρα που πάμε; αναρωτήθηκαν το κοτοπουλάκι και το αρνάκι.

-Κάπου που να μην κάνουν τέτοιο “Πάσχα”, απάντησε η Σγουρομάλλα, έβαλε στην πλάτη της την Κιτρινούλα και ξεκίνησαν. 


Περνούσαν από χωράφια, από ξερολιθιές, μέχρι που δίψασαν και πείνασαν. Σαν όνειρο φάνηκε πίσω από το γερμένο πεύκο εκείνο το καλυβάκι. Απ’ έξω, ένας παππούς και μια γιαγιά κουβέντιαζαν κάτω από την κληματαριά που σκέπαζε την αυλή. 

-Τυχερές είμαστε. Τουλάχιστον δε θα πεθάνουμε από τη δίψα και την πείνα, μουρμούρισε η Κιτρινούλα και προχώρησαν προς το μέρος τους.

-Μπε μπε μπεεε, τους έλεγε σε λίγο την περιπέτειά τους η Σγουρομάλλα.

-Τσίου τσίου τσίου! συμπλήρωνε και η Κιτρινούλα. 


-Ας είστε καλά! Χρόνια είχαμε να γελάσουμε έτσι. Ακούς εκεί να τρέχουν οι ντομάτες στην Εθνική! Γελούσαν με την καρδιά τους ο παππούς και η γιαγιά. Κι εμείς μόνοι μας είμαστε, παρέα με το σκύλο μας. Αν θέλετε, μπορείτε να μείνετε εδώ να κάνουμε Πάσχα μαζί. 

-Ψήνετε εδώ αρνιά στη σούβλα; ρώτησε τρέμοντας η Σγουρομάλλα.

-Ούτε που βάζουμε κρέας στο στόμα μας, χαμογέλασε η γιαγιά. 



-Πάντως, αν σας αρέσει, πολύ θα χαιρόμασταν να μένατε για πάντα εδώ, παρακάλεσαν τα γαλανά μάτια του παππού. 

-Όταν μεγαλώσω, θα σας δίνω το γάλα μου, είπε χαρωπά η Σγουρομάλλα.

-Κι εγώ θα σας δίνω κάθε μέρα ένα φρέσκο αυγό! ανοιγόκλεισε τις φτερούγες της με χαρά η Κιτρινούλα. 

-Γαβ γαβ γαβ! ήταν σαν να τραγουδούσε από τη χαρά του ο Μαυρούλης. 


Κι έμειναν όλοι μαζί, εκεί, κάπου μακριά από την Εθνική, σε εκείνο το καλυβάκι, που ήταν αγκαλιασμένο από πρασινάδα και αγάπη… 



Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας! 



"Ένα παράξενο παραμύθι" της Μαρίας Βερετά - Βασιλειάδου, από το βιβλίο "Οι πιο ωραίες ιστορίες για το Πάσχα" των εκδόσεων Μίνωας.

sciencekidsinkindergarden.blogspot.com

1 comments:

Δημοσίευση σχολίου