Η ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ


Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από πολλά, πολλά χρόνια, σ΄ έναν ψηλό, πέτρινο πύργο, ζούσε ένα αρχοντόπουλο. 


Ήταν ένα όμορφο, ευγενικό κι έξυπνο παλικάρι, που όλη τη μέρα έκανε βόλτες με το μαύρο άλογό του στο πυκνό δάσος, που περιτριγύριζε τον πύργο του.


Τα βράδια πάλι καθόταν στο μεγάλο σαλόνι του πύργου και, κάτω από τις σκιές, που έριχναν τα κάδρα των προγόνων του, τα σπαθιά και οι ασπίδες, που κρέμονταν στους τοίχους, διάβαζε βιβλία. Γιατί το παλικάρι αυτό, αγαπούσε πολύ τα βιβλία. Μάλιστα, πολλές φορές, όταν άνοιγε κάποιο καινούργιο  και του άρεσε πολύ, καθόταν όλη τη νύχτα και διάβαζε, ξεχνώντας να πάει να κοιμηθεί.


Ένα πρωί, καθώς είχε καβαλήσει το άλογό του και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για τη βόλτα του, βλέπει ξάφνου μπροστά του ένα γέρο-χωρικό, που κράταγε στα χέρια του ένα τόσο δα δεματάκι.

"Παλικάρι μου", είπε ο γέρος, "έμαθα ότι σου αρέσει να διαβάζεις και σου έφερα ένα δώρο. Ένα βιβλίο, που όμοιό του δεν υπάρχει άλλο στον κόσμο όλο" και του έτεινε το δεματάκι. Το παλικάρι έκπληκτο, άπλωσε το χέρι, πήρε το βιβλίο, το κοίταξε και ύστερα σήκωσε το κεφάλι του να ευχαριστήσει το γέροντα. Αλλά αυτός είχε κιόλας εξαφανιστεί.

Παραξενεμένο το παλικάρι έκρυψε το βιβλίο μέσα στα ρούχα του, πήγε τη βόλτα του και το βραδάκι, όταν έπιασε πια να σουρουπώνει, γύρισε στον πύργο του, κάθισε αναπαυτικά στη μεγάλη του πολυθρόνα, μπροστά στο τζάκι και άρχισε να διαβάζει.


Το βιβλίο μίλαγε για μια όμορφη κοπέλα, που ζούσε μέσα σε μια λίμνη, στη μέση του δάσους. Ήταν κόρη του ήλιου και της σελήνης. Από τον ήλιο είχε πάρει το χρυσάφι στα μαλλιά της ενώ το φεγγάρι της είχε χαρίσει το ασήμι του, πάνω στο δέρμα της. Όταν γεννήθηκε, έλεγε το βιβλίο, τα αστέρια του ουρανού της έκαναν δώρο τη λάμψη τους στα μάτια της και τα τριαντάφυλλα του παλατιού, το φλογάτο χρώμα τους στα χείλη της. Και τα πουλιά του δάσους, της χάρισαν τη μελωδία στη φωνή της. Και ήταν τόσο μα τόσο όμορφη, που όποιος την έβλεπε θαμπωνόταν και ξέχναγε τα πάντα.


Η κοπέλα αυτή ζούσε μέσα στη λίμνη, παρέα με τα ψάρια και τα φυτά του βυθού και ποτέ δεν έβγαινε από το νερό. Μόνο μια φορά το μήνα, όταν το φεγγάρι ήταν γεμάτο στον ουρανό, ξεπρόβαλε από το νερό μέχρι τη μέση και μόνο τότε μπορούσε κανείς να τη δει και να τη θαυμάσει.

Το παλικάρι τέλειωσε το βιβλίο του και απόμεινε σκεφτικό. "Αύριο το βράδυ", σκέφτηκε "έχουμε πανσέληνο. Το φεγγάρι θα είναι γεμάτο. Αύριο το βράδυ θα πάω να δω αυτή τη κοπέλα".

Και έτσι έγινε. Την άλλη μέρα το σούρουπο, σέλωσε το άλογό του και τράβηξε κατά τη λίμνη του δάσους. Έφτασε στην όχθη της λίμνης, κατέβηκε από το άλογό του και περίμενε. Πέρασαν ώρες πολλές.


Και ξάφνου…να! Ακριβώς τη μέση της νύχτας, τα νερά αναδεύτηκαν και ανάμεσά τους ξεπρόβαλε το κεφάλι της κοπέλας. Και όπως τίναξε τα μακριά της τα μαλλιά, ο τόπος γύρω φώτισε ξαφνικά, σαν να έγινε μέρα. Το παλικάρι απόμεινε θαμπωμένο να τη κοιτά, γιατί ήταν πραγματικά ωραία, πολύ πιο ωραία απ΄ όσο είχε φανταστεί.

Η κυρά της Λίμνης τον είδε και τον ρώτησε: "Ποιος είσαι εσύ; Τι θες τέτοια ώρα εδώ;" και όπως μίλαγε ήταν σαν χιλιάδες αηδόνια να τραγουδούσαν όλα μαζί.

"Είμαι ο άρχοντας του πύργου", απάντησε το παλικάρι, "και ήρθα να δω αν είσαι τόσο όμορφη όσο γράφουν στα βιβλία".

"Έκανες άσκημα", του είπε η κοπέλα, "γιατί όποιος με δει μια φορά, μετά να με ξεχάσει δεν μπορεί."

"Έλα", παρακάλεσε το παλικάρι, "έλα λίγο πιο κοντά".

"Δεν γίνεται", γέλασε η κυρά. "Ποτέ δεν βγαίνω από τη λίμνη. Και να ήθελα, δεν μπορώ".

Γέλασε, ξαναβούτηξε στα νερά και χάθηκε το ίδιο απότομα, όπως είχε φανεί.

"Που είσαι;" φώναξε το παλικάρι. "Στάσου λίγο να σου πω". Πλησίασε και κοίταξε με αγωνία τα μαύρα νερά της λίμνης, αλλά… του κακού. Το κεφάλι της κοπέλας δεν ξαναφάνηκε. Μόνο το φεγγάρι περιδιάβαζε μέσα στα νερά, σαν να είχε ξεκαρφωθεί από τον ουρανό και να είχε πέσει μέσα.


Από κείνη τη νύχτα, το παλικάρι δεν ξαναβγήκε βόλτα με το άλογό του, ούτε ξαναδιάβασε βιβλία. Όλη μέρα και όλη νύχτα καθόταν στην άκρη της λίμνης και παρακαλούσε τη κυρά να φανεί. Και μια φορά το μήνα, που την έβλεπε να ξεπροβάλλει, της έταζε ό τι είχε και δεν είχε για να βγει για λίγο έξω και να κάτσει κοντά του. Και πάντα η κυρά γελώντας απαντούσε: "Δε γίνεται. Ποτέ δε βγαίνω από τη λίμνη. Και να ήθελα, δεν μπορώ". Και ύστερα χανόταν κάτω από τα σκοτεινά νερά.

Και πέρναγε ο καιρός. Ο κόσμος γύρω είχε μάθει την ιστορία και πολύ είχε στενοχωρηθεί γιατί το αγαπούσαν όλοι αυτό το παλικάρι. "Πάει, τρελάθηκε το αρχοντόπουλό μας", έλεγαν. "Του πήρε τα μυαλά η κυρά της Λίμνης".  Και κούναγαν στενοχωρημένοι τα κεφάλια τους.


Ο μεγάλος πύργος πήρε σιγά-σιγά να ρημάζει, μια που το αρχοντόπουλο δεν πήγαινε πια εκεί, αλλά καθόταν συνέχεια στη λίμνη. Τα ξίφη και οι ασπίδες σκεπάστηκαν με σκόνη και η φωτιά στο τζάκι δεν άναβε πια. Το όμορφο μαύρο άλογο κάθε μέρα σκούνταγε το αφεντικό του με το μουσούδι του, να πάνε μια βόλτα, όπως παλιά, αλλά μάταια.


Μια μέρα, εκεί, που καθόταν το παλικάρι πλάι στη λίμνη, περιμένοντας να φανεί η κυρά, είδε ξαφνικά μπροστά του, το γερο-χωρικό, που του είχε χαρίσει το βιβλίο.

"Άρχοντά μου", είπε ο γέρος, "εγώ σε έμπλεξα, εγώ θα σε ξεμπλέξω. Την αγαπάς τη κυρά της λίμνης πραγματικά; Θες να γίνει γυναίκα σου;"

"Αχ, ναι", απάντησε το παλικάρι, "αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε".

"Κάτι μπορείς να κάνεις", είπε ο γέροντας. "Αλλά είναι δύσκολο και επικίνδυνο, σχεδόν ακατόρθωτο."

"Πες μου γρήγορα γέροντα", είπε το παλικάρι. "Θα κάνω τα πάντα για χάρη της."

"Άκου τότε", είπε ο γέρος. "Θα ανέβεις στο άλογό σου και θα τρέξεις. Θα τρέξεις μακριά πολύ, πέρα απ΄ όλα τα μέρη, που ξέρεις ή που έχεις ακουστά. Θα φτάσεις σε τόπους άγνωστους, μακρινούς. Θα ψάξεις να βρεις τη χώρα, που οι άνθρωποί της δεν ξέρουνε τη θάλασσα. Κι άμα τη βρεις θα βαδίσεις για τρεις μέρες το δρόμο του φεγγαριού, μέχρι να φτάσεις στο βουνό, που είναι απότομο σαν τοίχος, που οι πέτρες του κόβουν σαν ξυράφια, που ούτε χόρτο φυτρώνει πάνω του, ούτε πουλί πετάει κοντά του. Θα σκαρφαλώσεις στο βουνό και όταν φτάσεις στη κορφή θα βρεις να φυτρώνουν λουλούδια μεγάλα και μαύρα σαν τη νύχτα, με αγκάθια, κόκκινα σαν αίμα. Θα μαζέψεις αυτά τα λουλούδια, θα τους βγάλεις τα αγκάθια ένα-ένα και θα πλέξεις ένα στεφάνι. Θα γυρίσεις πίσω και μόλις δεις τη κυρά της Λίμνης να ξεπροβάλλει, θα της πετάξεις το στεφάνι, να το φορέσει κορώνα στο κεφάλι της. Και τότε θα είναι δική σου για πάντα. Μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά;"


Χωρίς καν να απαντήσει, το παλικάρι όρμησε, καβάλησε το άλογό του και σαν τον άνεμο ξεχύθηκε μπροστά.

Μέρες και νύχτες πολλές κάλπαζε, ψάχνοντας να βρει τη χώρα, που οι άνθρωποί της δεν ήξεραν τη θάλασσα. Κι όταν έφτανε σε μια καινούργια χώρα, ρωτούσε τους κατοίκους της: "Ξέρετε τι είναι η θάλασσα;" Μα όλοι γελούσαν και του απαντούσαν "Μα τι είναι αυτά, που ρωτάς; Και ποιος δεν ξέρει τι είναι η θάλασσα;" Και το παλικάρι, χωρίς να χάνει το κουράγιο του, κάλπαζε όλο και μακρύτερα.


Έτσι, μετά από πολλές μέρες, έφτασε σε μια χώρα ξερή, που ο καυτός ήλιος την έψηνε όλη μέρα και οι άνθρωποι μέναν συνέχεια κλεισμένοι στα μικρά τους καλύβια. Στο χώμα δε φύτρωναν παρά μόνον κάτι ξερά χορτάρια, χωρίς λουλούδια και όσο κι αν περιδιάβαζε στους δρόμους το παλικάρι δεν είδε ούτε ένα σκύλο, ούτε μια γάτα να κυκλοφορεί. Ερημιά παντού.


"Τι παράξενη χώρα", σκέφτηκε το παλικάρι. Κατέβηκε από το άλογό του και πλησίασε ένα φτωχικό καλύβι στην άκρη του δρόμου. Μπήκε μέσα και είδε μια γριά να κάθεται ακίνητη στην καρέκλα της.

"Καλή σου μέρα γιαγιά", είπε το παλικάρι. "Πες μου ξέρεις τι είναι η θάλασσα;"

Η γριά απόμεινε για λίγο σκεφτική. Ύστερα γύρισε και τον κοίταξε.

"Είμαι πολύ γριά", είπε. "Τα μάτια μου έχουν δει πολλά και τ΄ αφτιά μου έχουν ακούσει περισσότερα. Μα τέτοιο πράγμα, που μου λες "θάλασσα" πρώτη φορά το ακούω και ούτε που ξέρω καθόλου τι είναι."

"Σε ευχαριστώ γιαγιά”, φώναξε το παλικάρι και γεμάτο χαρά πήδηξε στο άλογό του και πήγε στην άκρη της παράξενης πόλης περιμένοντας να νυχτώσει. Μόλις βγήκε το φεγγάρι στον ουρανό, το ακολούθησε βαδίζοντας το κατόπι του, όπως του είχε πει ο γέρος.


Τρεις μέρες συνέχεια το παλικάρι βάδιζε το δρόμο του φεγγαριού και να! Την τρίτη νύχτα, πάνω στο ξημέρωμα, είδε μπροστά του το φοβερό βουνό.

Γέμισε τρόμο η ψυχή του παλικαριού, κοιτώντας το. Ήταν πολύ ψηλό και άγριο, το πιο ψηλό και άγριο, απ΄  όσα βουνά είχε δει ίσαμε τότε.


Ήταν τόσο ψηλό, που έκρυβε τον ήλιο και παγωνιά βασίλευε όλογυρά του. Οι πλαγιές του ήταν απότομες και οι πέτρες του κοφτερές σαν μαχαίρια. Κι όσο και να έψαχνε το μάτι, ούτε ένα τόσο δα  λουλουδάκι, ούτε ένα τόσο δα χορταράκι δεν έβλεπε πουθενά.


"Θα ανέβω", είπε αποφασιστικά το παλικάρι. Άφησε το άλογό του πίσω και άρχισε να σκαρφαλώνει. Οι κοφτερές πέτρες του πλήγωναν τα χέρια και τα πόδια, ο ήλιος, σκληρός, του έκαιγε το κεφάλι, αλλά το παλικάρι, χωρίς να νοιάζεται για τίποτε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, όλο σκαρφάλωνε.

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες του πήρε μέχρι να φτάσει στην κορφή και εκεί στάθηκε πια εξαντλημένος να πάρει μιαν ανάσα. Και τότε… είδε τα λουλούδια, που έπρεπε να κόψει. Μαύρα, μεγάλα λουλούδια, με τεράστια αγκάθια, κόκκινα σαν το αίμα.


Μάζεψε όσο κουράγιο του είχε απομείνει και άρχισε να κόβει τα λουλούδια και να τους βγάζει τα αγκάθια. Τα χέρια του πρήζονταν και μάτωναν από τα τσιμπήματα, αλλά το παλικάρι έπλεκε το στεφάνι, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να σκέφτεται τον πόνο του. Όταν τέλειωσε, πέρασε το στεφάνι προσεκτικά στο μπράτσο του και άρχισε να κατεβαίνει το βουνό.

Ήταν το ίδιο δύσκολο να κατέβει κανείς αυτό το βουνό, όσο και να το ανέβει, αλλά το παλικάρι τα κατάφερε, μέχρι που έφτασε στο άλογό του, το σπιρούνισε και ξεχύθηκε σαν αστραπή στο δρόμο του γυρισμού.


Μετά από μέρες έφτασε στη λίμνη, όπου ζούσε η αγαπημένη του και εκεί στάθηκε και περίμενε με αγωνία να γεμίσει το φεγγάρι. Την τρίτη μέρα από την επιστροφή του, το φεγγάρι καμάρωνε ολόγιομο στον ουρανό και στα μισά της νύχτας η κοπέλα πρόβαλε το κεφάλι της από τα νερά.

"Που ήσουν;" ρώτησε όταν είδε το παλικάρι. "Σε έχασα για πολύ καιρό και φοβόμουν πως κάτι σου συνέβη".

"Είχα πάει να σου φέρω ένα δώρο αντάξιο της ομορφιάς σου", απάντησε το παλικάρι.

"Τι δώρο;" ρώτησε έκπληκτη η κοπέλα. "Τι δώρο θα μπορούσες να μου κάνεις, που να μην το έχω κιόλας;"

"Μια κορώνα για το κεφάλι σου", φώναξε το αρχοντόπουλο, τινάζοντας το στεφάνι πάνω στο κεφάλι της. Με το που άγγιξαν τα λουλούδια το μέτωπο της κοπέλας έγιναν ξαφνικά χρυσά. Ο τόπος γύρω άστραψε σαν να βγήκε ο ήλιος και τα νερά της λίμνης μεριάσανε, ανοίγοντας στα δύο κι αφήνοντας να φαίνεται ο βυθός και τη κυρά να στέκεται στη μέση.


Όρμησε το παλικάρι, την άρπαξε από το χέρι και την έβγαλε στην όχθη. "Τώρα", της είπε, "σε έβγαλα από τη λίμνη και δεν θα σε αφήσω να ξαναμπείς".

"Τώρα δε θέλω ούτε εγώ να ξαναζήσω στα νερά", είπε η κοπέλα. "Γιατί, αφού βρήκες τον τρόπο να με βγάλεις και να περάσεις τόσα για χάρη μου, μου έδειξες ότι με αγαπάς πραγματικά".

Ανέβηκαν και οι δυο στο άλογο και γύρισαν μαζί στο κάστρο όπου ζήσανε μαζί ευτυχισμένοι, μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.



Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας! 



olagiatapaidia.wordpress.com

3 comments:

Ανώνυμος είπε...

Το βιβλιο αυτο ηταν πολυ ωραιο και μου αρεσε. Πηνελόπη.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραίο το παραμύθι

Ανώνυμος είπε...

Σήμερα το διάβασα στην μικρή μου για να κοιμηθεί! Μας αρέσουν τα άγνωστα όμορφα παραμύθια ❤️

Δημοσίευση σχολίου