ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΤΥΡΙ


Ο Kees ήταν ένα αγόρι από την Ολλανδία, 12 ετών, που ζούσε εκεί που οι αγελάδες ήταν άφθονες και το τυρί πλούσιο και νόστιμο. Ήταν ψηλός, τροφαντός και είχε ρόδινα μάγουλα. Τα μαλλιά του είχαν ένα χρώμα κάπου ανάμεσα σε καρότο και γλυκοπατάτα και ήταν παχιά σαν καλάμια σε βάλτο. Συνήθως φορούσε ένα ζευγάρι ξύλινα παπούτσια, που έκαναν φοβερό θόρυβο σαν έτρεχε. Το καλοκαίρι ο Kees ήταν ντυμένος με ένα τραχύ, μπλε μπλούζα λινό. Το χειμώνα φορούσε μάλλινη βράκα, μεγάλη όσο ένα σακί καφέ.

Ο Kees ήταν γιος αγρότη. Είχε ψωμί σίκαλης και φρέσκο ​​γάλα για πρωινό. Κατά την ώρα του μεσημεριανού, δίπλα σε τυρί και ψωμί, είχε συνήθως μια πιατέλα γεμάτη με βραστές πατάτες. Τις βύθιζε πρώτα σε ένα μπολ με ζεστό λιωμένο βούτυρο και τις κατάπινε λαίμαργα. Και στο δείπνο, λίγο τυρί, γάλα με ζάχαρη, κρέμα και ψωμί με βούτυρο.

Αλλά αυτό που κυρίως αγαπούσε ήταν το τυρί. Ο Kees πάντα ήθελε περισσότερο τυρί. Αν και γενικά ήταν ένα καλό παιδί, υπάκουος στο σπίτι, πάντα έτοιμος να βοηθήσει στη φάρμα με τις αγελάδες και επιμελής στο σχολείο, κατά τη γνώμη του στο τραπέζι δεν είχαν ποτέ αρκετό τυρί.


Ο Kees είχε τρεις νεότερες αδερφές, τη Kaatje, την Anneke και τη Saartje. Ένα βράδυ του καλοκαιριού, πήγε στο κρεβάτι του κακόκεφος και βαρυστομαχιασμένος. Είχε παρακαλέσει κάθε μια από τις αδελφές του να του δώσουν λίγο από το τυρί τους και είχαν δεχτεί, πειράζοντας τον για το πόσο αχόρταγος ήταν. Το είχε καταβρόχθισει γρήγορα-γρήγορα και, σε συνδυασμό με τη δική του μερίδα, είχε κάνει το στομάχι του να αισθάνεται βαρύ σαν μόλυβδο. Η νύχτα ήταν ζεστή και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έτσι, σηκώθηκε από το κρεβάτι του, ανέβηκε σε ένα σκαμνί,  και μύριζε τις γλυκές μυρωδιές από το κοντινό δάσος περιμένοντας να νυστάξει. 


Κάποια στιγμή, από το μισάνοιχτο παράθυρο νόμισε πως είδε φώτα να χορεύουν ανάμεσα στα παρακείμενα δέντρα. Μια δέσμη φάνηκε να τον προσεγγίζει. Στη συνέχεια η δέσμη του φωτός πέρασε πέρα-​​δώθε μπροστά του. Ξάφνου άκουσε μια φωνή, από τα δέντρα να τον καλεί:

- Υπάρχει άφθονο τυρί. Έλα μαζί μας.

Στην αρχή δεν πίστεψε στα αυτιά του, μα ξανάκουσε καθαρά τη φωνή: Έλα.

Είχε ακούσει οι άνθρωποι να μιλούν για τις νεράιδες του δάσους, που βοηθούσαν τους ταξιδιώτες όταν χάνονταν. Μήπως ήταν αυτές; Ξανά και ξανά άκουσε τη φωνή:

-Υπάρχει άφθονο τυρί. Έλα μαζί μας. 

-Θα δω τι είναι, είπε ο Kees. Έβαλε τα παπούτσια του και κίνησε προς το δάσος. Σαν πλησίασε, είδε καθαρά ότι υπήρχαν δεκάδες όμορφα πλάσματα, σαν μικρά φτερωτά κοριτσάκια. Ξαφνικά ένοιωσε τον εαυτό του που περιβάλλεται από τις νεράιδες. Μία από αυτές, η ωραιότερη από όλες, ψιθύρισε στο αυτί του:

-Έλα, θα πρέπει να χορέψεις μαζί μας.

Στη συνέχεια, μια ντουζίνα από τα όμορφα πλάσματα μουρμούρισε εν χορώ:
-Πολύ τυρί εδώ. Άφθονο τυρί εδώ. Έλα έλα! 

-Χόρεψε μαζί μας και θα σου δώσουμε όσο τυρί έχεις ονειρευτεί.

Και ο Kees πιάστηκε χέρι-χέρι με τις νεράιδες και άρχισε να χορεύει γύρω-γύρω. Χόρεψε και χόρεψε όλη τη νύχτα και μέχρι που ο ουρανός στην ανατολή άρχισε να ανοίγει τα χρώματα του, πρώτα γκρι και στη συνέχεια ρόδινα. Τότε έγυρε εξαντλημένος στη κουφάλα ενός πεύκου. Σκεφτόταν πως είχε χορέψει μαζί με τις νεράιδες και τώρα περίμενε να του φέρουν και τα τυριά που του είχαν τάξει. Και σύντομα ήρθαν οι νεράιδες ξανά. 


Με ένα χρυσό μαχαίρι του έκοβαν κομματάκια τυρί και τον τάιζαν από τα ίδια τους τα χέρια. Σκέφτηκε πως τώρα θα μπορούσε να φάει όλα τα τυριά που είχε λαχταρούσε σε όλη του τη ζωή! Και οι νεράιδες συνέχισαν να τον ταΐζουν.

Αλλά μετά από κάποια ώρα ήθελε να σταματήσει να τρώει και να ξεκουραστεί λίγο. Τα σαγόνια του ήταν κουρασμένα. Το στομάχι του το ένιωθε σαν φορτωμένο με μπάλες από κανόνι. Όμως οι νεράιδες δεν τον άφηναν να σταματήσει. 


Πετώντας από τον ουρανό – από βορρά, νότο, ανατολή και δύση – ερχόντουσαν, φέρνοντας τυριά. Σύντομα, τα κομμάτια κάθε πιθανού είδους τυριού συσσωρεύονται τόσο υψηλή γύρω του που το αγόρι, καθώς κοίταξε ψηλά, ένιωσε σαν βάτραχος σε βαθύ πηγάδι. Μα οι νεράιδες συνέχιζαν να έρχονται, να του χαμογελούν και να τον προτρέπουν να δοκιμάσει και άλλα τυριά! 

Και η ώρα πέρναγε, ώσπου ενώ πια είχε αρχίσει να φοβάται ότι θα σκάσει, ο Kees είδε τη σωρό των τυριών, μεγάλη πια όσο ένα σπίτι, να ανατρέπεται. Η βαριά μάζα έπεσε προς το μέρος του. Με μια κραυγή τρόμου σκέπασε το πρόσωπο του, σίγουρος ότι σε λίγο θα ήταν καταπλακωμένος από τα τυριά.
Αλλά δεν ήταν! Ξύπνησε και καθώς έτριψε τα μάτια του, είδε τον ήλιο να ανατέλλει. Τα πουλιά τραγουδούσαν. Ένιωσε τα ρούχα του ιδρωμένα και το σαγόνι του κουρασμένο. Κάθισε και κοίταξε γύρω του. Δεν υπήρχαν νεράιδες τριγύρω, ούτε τυριά να τον απειλούν. Μόνο μια γεύση περίεργη στο στόμα του και μια ανακούφιση στη καρδιά του.

Ο Kees ποτέ δεν είπε την ιστορία της νύχτας του με τις νεράιδες, και ακόμη αναρωτιέται αν ήταν όνειρο ή αλήθεια. Μα έτρωγε μια μικρή μερίδα τυρί με κάθε γεύμα του πλέον και ποτέ δεν ξαναζήτησε και άλλο.

Ευχαριστούμε!!!

Κλασικό παραμύθι από την Ολλανδία.