Ο Νάιαλ Ο΄Λίρι καθόταν στην λιακάδα και ονειροπολούσε όταν άκουσε έναν θόρυβο στο λιβάδι. Αναρωτιόταν τι να είναι, άκουγε ένα συνεχές "τικ, τικ, τικ" και προσπαθούσε να δει από που ερχόταν.
Ξάφνου, στο ψηλό χορτάρι του λιβαδιού διέκρινε ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι (ψηλό όσο η μπότα του) ντυμένο στα πράσινα και με ένα άσπρο φτερό στο καπέλο του. Πάνω σε μια πέτρα είχε ακουμπήσει το μικροσκοπικό παπούτσι του και το χτυπούσε με ένα μικροσκοπικό σφυρί.
Τα μάτια του γυάλισαν, όταν κατάλαβε ότι ήταν ξωτικό, γιατί κάθε μικρό ξωτικό είχε κάπου κρυμμένη μια τεράστια χύτρα με χρυσάφι. Κι όπως όλοι ξέρουν, αν καταφέρεις να πιάσεις ένα ξωτικό και το ζουλήξεις αρκετά, εκείνο στο τέλος θα φανερώσει που την έχει κρυμμένη.
Ο Νάιαλ Ο΄Λίρι πήγε σιγά-σιγά κοντά του και κατάφερε και το έπιασε. Φώναζε το ξωτικό να τον αφήσει, αλλά ο Νάιαλ του είπε ότι θα τον ελευθερώσει μόνο αν του πει που είναι το χρυσάφι. Το ξωτικό έσκουσε πως τον σφίγγει δυνατά και δεν μπορεί να μιλήσει, έτσι χαλάρωσε λίγο το χέρι του. Μετά του λέει το μικρό ξωτικό πως αν τον αφήσει κάτω, θα του πει που το έχει κρυμμένο.
Ο Νάιαλ του είπε πως ένα ξωτικό δεν μπορεί να αθετήσει την υπόσχεσή του και τον άφησε κάτω. Συμφώνησε αυτό θυμωμένο και του έδειξε πιο κει μια συστάδα από άγρια ραδίκια, που από κάτω τους βρισκόταν το χρυσάφι. Ο Νάιαλ είπε πως θα χρειαζόταν φτυάρι για να το ξεθάψει και το ξωτικό του πρότεινε να πάει σπίτι του να φέρει ένα και να δέσει το κόκκινο μαντήλι του εκεί και του υπόσχεται πως δεν θα το ξελύσει.
Έτσι κι έγινε. Όταν γύρισε από το σπίτι του όμως με ένα φτυάρι, αυτό που είδε τον έκανε να μείνει στήλη άλατος. Παντού στο λιβάδι, βρίσκονταν δεμένα εκατοντάδες κόκκινα μαντήλια. Έξυνε το κεφάλι του όταν το είδε και άκουσε από μακριά το χαιρέκακο γέλιο του ξωτικού.
Τελικά ο Νάιαλ Ο΄Λίρι δεν βρήκε την χύτρα με το χρυσάφι, αλλά κατάφερε να ανοίξει το πιο επιτυχημένο μαγαζί με μεταξωτά μαντήλια σε όλη την Ιρλανδία.
Παραμύθι από την Ιρλανδία
kid123.gr
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου