ΡΑΠΟΥΝΖΕΛ


Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας και μία γυναίκα που ήθελαν πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Επιτέλους μετά από πολύ καιρό η γυναίκα περίμενε να φέρει στον κόσμο ένα μωράκι. Στο πίσω μέρος του σπιτιού τους υπήρχε ένα μικρό παράθυρο το οποίο έβλεπε σε έναν καταπληκτικό κήπο, ο οποίος ήταν φυτεμένος με τα ωραιότερα φυτά και λουλούδια. 

Γύρω- γύρω ήταν περιφραγμένος με έναν ψηλό τοίχο και κανείς δεν τολμούσε να μπει μέσα καθώς άνηκε σε μια φοβερή μάγισσα. Μια μέρα η γυναίκα κοιτούσε από το παράθυρο στον κήπο και είδε κάποια λαχταριστά λυκοτρίβολα (σημείωση: τα λυκοτρίβολα είναι φυτά παρόμοια με την γλιστρίδα και μία από τις κοινές ονομασίες τους στα γερμανικά είναι «ραπούντσελ»). Τα λυκοτρίβολα ήταν τόσο πράσινα και φρέσκα που η έγκυος τα λιγουρεύτηκε. Κάθε μέρα που περνούσε όλο και περισσότερο μεγάλωνε η επιθυμία της να φάει λυκοτρίβολα μέχρι που έχασε το χρώμα της και κατέπεσε καθώς ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να τα αποκτήσει.

Όταν την είδε ο άντρας της σε αυτή τη κατάσταση τρόμαξε και ρώτησε για την αιτία. «Αν δεν μπορέσω να φάω μερικά από τα λυκοτρίβολα που είναι πίσω από το σπίτι μας, θα πρέπει να πεθάνω». Ο άντρας που αγαπούσε πολύ την γυναίκα του σκέφτηκε «όσο επικίνδυνο και να είναι, θα πρέπει να φέρω αμέσως μερικά από αυτά τα φυτά» και ένα βράδυ πέρασε πάνω από τον τοίχο και ξερίζωσε μερικά λυκοτρίβολα τα οποία και πήγε στη γυναίκα του. Η γυναίκα του τα έκανε αμέσως σαλάτα, και τα έφαγε με μεγάλη όρεξη. Τόσο πολύ της άρεσαν που την επόμενη ημέρα ήθελε να φάει και άλλα. 


Ο άντρας είδε ότι δεν θα μπορούσε να ηρεμήσει διαφορετικά τη γυναίκα του και ξαναπήγε στον κήπο. Ωστόσο τρόμαξε πάρα πολύ όταν είδε μπροστά του την μάγισσα, η οποία άρχισε να φωνάζει που τόλμησε να μπει στον κήπο της και να κλέβει. Ο άντρας δικαιολογήθηκε και τις είπε για τις ορέξεις τις γυναίκας του και για το πόσο επικίνδυνο είναι να της χαλάσει το χατίρι στην κατάσταση που βρίσκεται. Η μάγισσα του απάντησε «θα σου επιτρέψω να παίρνεις όσα λυκοτρίβολα θέλεις από τον κήπο, αλλά σε ανταπόδοση θα πάρω το παιδί μόλις το γεννήσει η γυναίκα σου.» Από φόβο και πανικό ο άντρας δέχτηκε ότι του ζήτησε η μάγισσα και όταν η ήρθε η ώρα να γεννήσει η γυναίκα, εμφανίστηκε η βασίλισσα  και πήρε το κοριτσάκι το οποίο ονόμασε Ραπουνζέλ.


Η Ραπουνζέλ έγινε το ομορφότερο παιδί του κόσμου.  Όταν έγινε δώδεκα χρονών η βασίλισσα την κλείδωσε σε έναν ψηλό πύργο ο οποίος δεν είχε ούτε πόρτα ούτε σκάλα. 



Μόνο πολύ ψηλά στη κορυφή του πύργου ήταν ένα μικρό παράθυρο. Όταν η μάγισσα ήθελε να ανεβεί στον πύργο στεκόταν από κάτω και φώναζε:

«Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ! Άφησε τα μαλλιά σου.»

Η Ραπουνζέλ είχε καταπληκτικά μακριά μαλλιά, σαν πλεξούδες από χρυσό, και όταν άκουγε την μάγισσα να λέει αυτά τα λόγια έλυνε τις πλεξίδες της, τις έδενε γύρο από το πόμολο του παραθύρου και στη συνέχεια τα έριχνε να πέσουν δέκα μέτρα στο κενό. Η μάγισσα έπιανε τις κοτσίδες και ανέβαινε στον πύργο.



Μια μέρα περνούσε ένα βασιλόπουλο από το δάσος στο οποίο βρισκόταν ο πύργος. Το βασιλόπουλο είδε την Ραπουνζέλ στο παράθυρο και την άκουσε να τραγουδάει με τόσο γλυκιά φωνή που την ερωτεύτηκε παράφορα. Απογοητεύτηκε όμως καθώς δεν υπήρχε πόρτα στον πύργο και δεν υπήρχε σκάλα που μπορούσε να φτάσει σε αυτό το ύψος. Έτσι πήγαινε κάθε μέρα στο δάσος και την παρατηρούσε, μέχρι που κάποια μέρα είδε την μάγισσα να έρχεται και να λέει:

«Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ! Άφησε τα μαλλιά σου.»

Μετά από αυτό κατάλαβε με ποια σκάλα μπορεί να ανέβει στον πύργο. Έτσι συγκράτησε τα λόγια που θα έπρεπε να πει και την επόμενη μέρα περίμενε να βραδιάσει και πήγε στον πύργο και φώναξε:

«Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ! Άφησε τα μαλλιά σου.»
Τότε η Ραπουνζέλ έριξε τις πλεξίδες της και ο πρίγκιπας ανέβηκε στο δωμάτιο της. Αρχικά η Ραπουνζέλ ταράχτηκε πάρα πολύ που καθώς δεν είχε ξαναδεί άντρα. Αλλά το βασιλόπουλο άρχισε να της μιλάει και της εξήγησε ότι το τραγούδι της τον είχε γοητεύσει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να βρει ησυχία παρά μόνο αν την έβλεπε από κοντά. 

Τελικά έφυγε ο φόβος από την Ραπουνζελ και ο πρίγκιπας την ρώτησε αν ήθελε να τον παντρευτεί. Η Ραπουνζέλ είδε ότι ήταν νέος και όμορφος και σκέφτηκε ότι θα την αγαπούσε περισσότερο από την γριά μάγισσα. 



«Θέλω να έρθω μαζί σου και να σε παντρευτώ αλλά δεν ξέρω πως μπορώ να κατεβώ από τον πύργο» απάντησε η κοπέλα «για αυτό κάθε φορά που θα έρχεσαι να μου φέρνεις ένα κουβάρι μετάξι για να πλέξω μία σκάλα και όταν την τελειώσω θα με πάρεις με το άλογο σου.» Τότε συμφώνησαν ότι το βασιλόπουλο θα ερχόταν κάθε βράδυ στη Ραπουνζέλ καθώς την ημέρα πήγαινε η γριά. Η μάγισσα δεν κατάλαβε τίποτε μέχρι που κάποια μέρα η κοπέλα της είπε: «Για πες μου κυρά πως γίνεται και είναι τόσο δύσκολο να σε ανεβάσω πάνω στον πύργο ενώ το βασιλόπουλο ανεβαίνει σε μία στιγμή;»



«Αμάν άπιστο παιδί» απάντησε η μάγισσα «τι είναι αυτά που ακούω, νόμιζα πως σε είχα αποκόψει από τον κόσμο αλλά εσύ με εξαπάτησες» και κατάλαβε αμέσως ότι η Ραπουνζέλ κρατούσε μυστικά. Οργισμένη πήρε τα όμορφα μαλλιά της κοπέλας και τα γύρισε δύο-τρεις φορές από το αριστερό της χέρι, άρπαξε ένα ψαλίδι με το δεξί και χρίτσι-χρίτσι της τα έκοψε. Μετά έστειλε την Ραπουνζέλ σε μια ερημιά όπου θα επιζούσε μόνο με μεγάλη δυσκολία και δυστυχία.

Την ημέρα που η μάγισσα έδιωξε την Ραπουνζέλ, έδεσε τα μαλλιά που είχε κόψει από την κοπέλα στο πόμολο και όταν ήρθε ο βασιλιάς και φώναξε:



«Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ! Άφησε τα μαλλιά σου.»

Άφησε να πέσουν τα μαλλιά. Το βασιλόπουλο ανέβηκε γρήγορα πάνω, αλλά αντί για την αγαπημένη του βρήκε την μάγισσα η οποία τον κοίταξε με φαρμακερό βλέμμα. «Μάλιστα» λέει ειρωνικά «ήρθες να βρεις την αγαπημένη σου, αλλά το όμορφο πουλάκι δεν είναι πια στη φωλιά του, το πήρε η γάτα που θα σου βγάλει και σένα τα μάτια σου. Για σένα η Ραπουνζέλ χάθηκε για πάντα, δεν πρόκειται να την ξαναδείς.» 

Το βασιλόπουλο έχασε την λογική του με αυτά που άκουσε και πήδηξε από τον πύργο. Από το πέσιμο δεν έχασε την ζωή του, αλλά έπεσε σε έναν θάμνο με αγκάθια που του τραυμάτισαν τα μάτια και δεν έβλεπε πια καθόλου. Έτσι τυφλός τριγυρνούσε άσκοπα στο δάσος και δεν έτρωγε τίποτε άλλο από μούρα και ρίζες και όλο έκλαιγε και παραπονιόταν για τον χαμό της αγαπημένης του. Αφού περιπλανήθηκε για χρόνια έφτασε επιτέλους στην ερημιά που ζούσε φτωχικά η Ραπουνζέλ, η οποία είχε γεννήσει  στο μεταξύ δίδυμα παιδάκια ένα κορίτσι και ένα αγόρι. 



Τότε ο το βασιλόπουλο άκουσε μία φωνή που του φάνηκε πολύ γνωστή και καθώς κατευθύνθηκε προς την φωνή τον αναγνώρισε η Ραπουνζέλ που έτρεξε να τον αγκαλιάσει κλαίγοντας. Δύο από τα δάκρυά της έπεσαν στα μάτια του, που καθάρισαν αμέσως και άρχισε να βλέπει όπως και πριν. 



Τότε πήρε την Ραπουνζέλ και την οδήγησε στο βασίλειο του όπου τους υποδέχτηκαν με χαρά. Έτσι έζησαν για πολλά χρόνια ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.



Αν σας άρεσε το παραμύθι αφήστε πιο κάτω το σχόλιό σας! 

Ευχαριστούμε!!!

Η "Ραπουνζέλ" είναι ένα παραμυθάκι ευρύτερα γνωστό από τη συλλογή παραμυθιών των Αδελφών Γκριμ. Η προέλευσή του είναι από την Γαλλία, όπου το 1698 η Mademoiselle de la Force γράφει το παραμύθι Persinette. Στη γαλλική εκδοχή η μητέρα του κοριτσιού, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, επιθυμεί να φάει μαϊντανό αντί λυκοτρίβολα.

Παραμύθι των Αδελφών Γριμ
paramithakia.blogspot.gr